Anonymous

προσεδρεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0757.png Seite 757]] dabei, daneben sitzen, τινί; πυρᾷ, Eur. Or. 403; Ἅιδου νύμφᾳ προσεδρεύοις, Alc. 749; insbes. vor einer Stadt sitzen, sie belagern, obsidere, τῇ πόλει, Pol. 8, 9, 11; τοῖς καιροῖς, genau beobachten, 38, 5, 9, vgl. 11, 5, 2; Dem. 1, 18 προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι, eifrig den Geschäften obliegen, u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0757.png Seite 757]] dabei, daneben sitzen, τινί; πυρᾷ, Eur. Or. 403; Ἅιδου νύμφᾳ προσεδρεύοις, Alc. 749; insbes. vor einer Stadt sitzen, sie belagern, obsidere, τῇ πόλει, Pol. 8, 9, 11; τοῖς καιροῖς, genau beobachten, 38, 5, 9, vgl. 11, 5, 2; Dem. 1, 18 προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι, eifrig den Geschäften obliegen, u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=se tenir près de, [[πρός]] τινι ; être assidûment occupé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσεδρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεδρεύω''': ἑδρεύω, [[κάθημαι]], [[διαμένω]] πλησίον, πυρᾷ Εὐρ. Ὀρ. 405· ἅμα τῷ πατρὶ τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ [[μέλαν]] [[τρίβων]] καὶ τὰ [[βάθρα]] σπογγίζων... οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων Δημ. 313. 11, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2715, 18· πρ. τινί, εἶμαι [[πάντοτε]] πλησίον τινός, «εἰς τὸ [[πλευρόν]] του», Δημ. 914. 18. 2) [[κάθημαι]] ἐνώπιον πόλεως καὶ πολιορκῶ αὐτήν, Λατ. obsidere, πόλει Πολύβ. 8. 9, 11. 3) μεταφορ., [[κάθημαι]] πλησίον καὶ παραφυλάττω, τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς Δημ. 14. 15, Πολύβ. 38. 5. 9· πρ. ταῖς φιλοπονίαις, [[ἐπιμένω]] εἰς..., Ἀριστ. Πολιτ. 8. 4, 4· τῷ πόθῳ Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 2· ― ἀπολ., μεθ’ ὑπομονῆς παρατηρῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 9, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· πρ. πρὸς τὸ ἐντελὲς Ἀριστ. Πολιτ. 8. 2, 5· πρὸς [[ἴδιον]] προσεδρεύειν [[αὐτόθι]] 2. 5, 6.
|lstext='''προσεδρεύω''': ἑδρεύω, [[κάθημαι]], [[διαμένω]] πλησίον, πυρᾷ Εὐρ. Ὀρ. 405· ἅμα τῷ πατρὶ τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ [[μέλαν]] [[τρίβων]] καὶ τὰ [[βάθρα]] σπογγίζων... οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων Δημ. 313. 11, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2715, 18· πρ. τινί, εἶμαι [[πάντοτε]] πλησίον τινός, «εἰς τὸ [[πλευρόν]] του», Δημ. 914. 18. 2) [[κάθημαι]] ἐνώπιον πόλεως καὶ πολιορκῶ αὐτήν, Λατ. obsidere, πόλει Πολύβ. 8. 9, 11. 3) μεταφορ., [[κάθημαι]] πλησίον καὶ παραφυλάττω, τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς Δημ. 14. 15, Πολύβ. 38. 5. 9· πρ. ταῖς φιλοπονίαις, [[ἐπιμένω]] εἰς..., Ἀριστ. Πολιτ. 8. 4, 4· τῷ πόθῳ Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 2· ― ἀπολ., μεθ’ ὑπομονῆς παρατηρῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 9, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· πρ. πρὸς τὸ ἐντελὲς Ἀριστ. Πολιτ. 8. 2, 5· πρὸς [[ἴδιον]] προσεδρεύειν [[αὐτόθι]] 2. 5, 6.
}}
{{bailly
|btext=se tenir près de, [[πρός]] τινι ; être assidûment occupé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσεδρος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR