Anonymous

προσοφλισκάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] (s. [[ὀφλισκάνω]]), noch dazu schuldig sein, verschulden, verwirken; αἰσχύνην, Dem. 8, 12; ἀλαζονείαν, Plut. non posse 5. Dazu gehört der aor. προσῶφλον, inf. προσοφλεῖν, auch προσόφλειν betont; absol., στρατηγήσας προσῶφλεν, Antiphan. bei Ath. III, 103 f; gew. c. accus., αἰσχύνην προσοφλεῖν, Dem. 5, 5, u. öfter; ἐπωβελίαν προσοφλών, Aesch. 1, 163; ἀχαριστίας δόξαν, sich noch dazu den Verdacht der Undankbarkeit zuziehen, Plut. Pyrrh. 23; κακοήθειαν καὶ δυσμένειαν, sich der Bosheit u. Feindseligkeit schuldig machen, id.; προσόφλειν (Bekk. προσοφείλειν) τὸν λεγόμενον ἰχθύων βίον, machen, daß das Sprichwort in Anwendung kommt, Pol. 15, 20, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] (s. [[ὀφλισκάνω]]), noch dazu schuldig sein, verschulden, verwirken; αἰσχύνην, Dem. 8, 12; ἀλαζονείαν, Plut. non posse 5. Dazu gehört der aor. προσῶφλον, inf. προσοφλεῖν, auch προσόφλειν betont; absol., στρατηγήσας προσῶφλεν, Antiphan. bei Ath. III, 103 f; gew. c. accus., αἰσχύνην προσοφλεῖν, Dem. 5, 5, u. öfter; ἐπωβελίαν προσοφλών, Aesch. 1, 163; ἀχαριστίας δόξαν, sich noch dazu den Verdacht der Undankbarkeit zuziehen, Plut. Pyrrh. 23; κακοήθειαν καὶ δυσμένειαν, sich der Bosheit u. Feindseligkeit schuldig machen, id.; προσόφλειν (Bekk. προσοφείλειν) τὸν λεγόμενον ἰχθύων βίον, machen, daß das Sprichwort in Anwendung kommt, Pol. 15, 20, 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσοφλήσω, <i>ao.2</i> προσῶφλον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> devoir en outre, acc.;<br /><b>2</b> être en outre condamné : [[τι]] à qqe peine ; <i>fig.</i> αἰσχύνην DÉM encourir en outre la honte.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὀφλισκάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσοφλισκάνω''': μέλλ. -οφλήσω· ἀόρ. -ῶφλον, ἀπαρ. -οφλεῖν (ἴδε ἐν λέξ. [[ὀφλισκάνω]], ἀόριστ. α΄ προσοφλῆσαι ἐν Ἀλπίφρ. 3. 26. Ὡς τὸ [[προσοφείλω]], χρεωστῶ [[προσέτι]] ἢ ἐπὶ πλέον, πεντακοσίας δραχμάς, ἃς προσῶφλεν Δημ. 1327. 21· ἀπολ., χρεωστῶ, ἔχω [[χρέος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 24. 2) ὡς νομικὸς ὅρος, χάνω τὴν δίκην καὶ ὑποβάλλομαι [[προσέτι]] εἰς [[πρόστιμον]], πρ. τὰ ἐπιτίμια, τὴν ἐπωβελίαν Δημ. 939. 27., 1103. 15, Αἰσχίν. 23. 25· χιλίας (δηλ. δραχμὰς) Δημ. 647. 7: - καὶ ἀπολύτ., στρατηγήσας προσῶφλε, ὑπεβλήθη εἰς [[πρόστιμον]], Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1, 5. 3) [[καθόλου]], ἀποδεικνύομαι [[ἄξιος]] [[προσέτι]]..., [[λογίζομαι]] [[ἄξιος]]..., πρ. αἰσχύνην Δημ. 58. 10., 93. 3· οὐ τοῦτο βλάπτονται μόνον, ἀλλὰ καὶ κακοήθειαν καὶ δυσμένειαν προσοφλισκάνουσι Πλούτ. 2. 43D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyltenb.· [[ὥστε]] προσοφλεῖν τὸν λεγόμενον τῶν ἰχθύων βίον, [[ὥστε]] νὰ εἶνε ἄξιοι νὰ λεχθῇ περὶ αὐτῶν ὅτι ζῶσι τὸν λεγόμενον τῶν ἰχθύων βίον, Πολύβ. 15. 20, 3.
|lstext='''προσοφλισκάνω''': μέλλ. -οφλήσω· ἀόρ. -ῶφλον, ἀπαρ. -οφλεῖν (ἴδε ἐν λέξ. [[ὀφλισκάνω]], ἀόριστ. α΄ προσοφλῆσαι ἐν Ἀλπίφρ. 3. 26. Ὡς τὸ [[προσοφείλω]], χρεωστῶ [[προσέτι]] ἢ ἐπὶ πλέον, πεντακοσίας δραχμάς, ἃς προσῶφλεν Δημ. 1327. 21· ἀπολ., χρεωστῶ, ἔχω [[χρέος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 24. 2) ὡς νομικὸς ὅρος, χάνω τὴν δίκην καὶ ὑποβάλλομαι [[προσέτι]] εἰς [[πρόστιμον]], πρ. τὰ ἐπιτίμια, τὴν ἐπωβελίαν Δημ. 939. 27., 1103. 15, Αἰσχίν. 23. 25· χιλίας (δηλ. δραχμὰς) Δημ. 647. 7: - καὶ ἀπολύτ., στρατηγήσας προσῶφλε, ὑπεβλήθη εἰς [[πρόστιμον]], Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1, 5. 3) [[καθόλου]], ἀποδεικνύομαι [[ἄξιος]] [[προσέτι]]..., [[λογίζομαι]] [[ἄξιος]]..., πρ. αἰσχύνην Δημ. 58. 10., 93. 3· οὐ τοῦτο βλάπτονται μόνον, ἀλλὰ καὶ κακοήθειαν καὶ δυσμένειαν προσοφλισκάνουσι Πλούτ. 2. 43D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyltenb.· [[ὥστε]] προσοφλεῖν τὸν λεγόμενον τῶν ἰχθύων βίον, [[ὥστε]] νὰ εἶνε ἄξιοι νὰ λεχθῇ περὶ αὐτῶν ὅτι ζῶσι τὸν λεγόμενον τῶν ἰχθύων βίον, Πολύβ. 15. 20, 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσοφλήσω, <i>ao.2</i> προσῶφλον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> devoir en outre, acc.;<br /><b>2</b> être en outre condamné : [[τι]] à qqe peine ; <i>fig.</i> αἰσχύνην DÉM encourir en outre la honte.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὀφλισκάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml