Anonymous

προσοφλισκάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> προσοφλήσω, <i>ao.2</i> προσῶφλον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> devoir en outre, acc.;<br /><b>2</b> être en outre condamné : [[τι]] à qqe peine ; <i>fig.</i> αἰσχύνην DÉM encourir en outre la honte.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὀφλισκάνω]].
|btext=<i>f.</i> προσοφλήσω, <i>ao.2</i> προσῶφλον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> devoir en outre, acc.;<br /><b>2</b> être en outre condamné : [[τι]] à qqe peine ; <i>fig.</i> αἰσχύνην DÉM encourir en outre la honte.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὀφλισκάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσοφλισκάνω''': μέλλ. -οφλήσω· ἀόρ. -ῶφλον, ἀπαρ. -οφλεῖν (ἴδε ἐν λέξ. [[ὀφλισκάνω]], ἀόριστ. α΄ προσοφλῆσαι ἐν Ἀλπίφρ. 3. 26. Ὡς τὸ [[προσοφείλω]], χρεωστῶ [[προσέτι]] ἢ ἐπὶ πλέον, πεντακοσίας δραχμάς, ἃς προσῶφλεν Δημ. 1327. 21· ἀπολ., χρεωστῶ, ἔχω [[χρέος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 24. 2) ὡς νομικὸς ὅρος, χάνω τὴν δίκην καὶ ὑποβάλλομαι [[προσέτι]] εἰς [[πρόστιμον]], πρ. τὰ ἐπιτίμια, τὴν ἐπωβελίαν Δημ. 939. 27., 1103. 15, Αἰσχίν. 23. 25· χιλίας (δηλ. δραχμὰς) Δημ. 647. 7: - καὶ ἀπολύτ., στρατηγήσας προσῶφλε, ὑπεβλήθη εἰς [[πρόστιμον]], Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1, 5. 3) [[καθόλου]], ἀποδεικνύομαι [[ἄξιος]] [[προσέτι]]..., [[λογίζομαι]] [[ἄξιος]]..., πρ. αἰσχύνην Δημ. 58. 10., 93. 3· οὐ τοῦτο βλάπτονται μόνον, ἀλλὰ καὶ κακοήθειαν καὶ δυσμένειαν προσοφλισκάνουσι Πλούτ. 2. 43D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyltenb.· [[ὥστε]] προσοφλεῖν τὸν λεγόμενον τῶν ἰχθύων βίον, [[ὥστε]] νὰ εἶνε ἄξιοι νὰ λεχθῇ περὶ αὐτῶν ὅτι ζῶσι τὸν λεγόμενον τῶν ἰχθύων βίον, Πολύβ. 15. 20, 3.
|elnltext=προσ-οφλισκάνω ook nog schuldig zijn; abs. in het krijt staan:. οὕτω γὰρ οἱ προσοφλήσει ὁ ὑπάρξας want zo zal degeen die begonnen is bij hem in het krijt staan Aristot. EN 1124b11.
}}
{{elru
|elrutext='''προσοφλισκάνω:''' (aor. προσῶφλον)<br /><b class="num">1)</b> [[быть еще должным]] (πεντακοσίας δραχμάς Dem.);<br /><b class="num">2)</b> юр. (по судебному приговору) быть обязанным, подлежать (τὴν ἐπωβελίαν Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[навлекать на себя]], [[заслуживать]] (αἰσχύνην Dem.): ἀχαριστίας [[δόξαν]] π. Plut. стяжать себе славу неблагодарного.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσοφλισκάνω:''' μέλ. <i>-οφλήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ῶφλον</i>, απαρ. <i>-οφλεῖν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[χρωστώ]] [[επιπλέον]], σε Δημ.· απόλ., έχω [[χρέος]], [[χρωστώ]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> ως [[δικανικός]] όρος, χάνω τη [[δίκη]] και υποβάλλομαι [[επιπλέον]] σε [[πρόστιμο]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, αποδεικνύομαι [[άξιος]] ή [[αξίζω]] [[επιπλέον]], θεωρούμαι [[άξιος]], <i>αἰσχύνην</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''προσοφλισκάνω:''' μέλ. <i>-οφλήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ῶφλον</i>, απαρ. <i>-οφλεῖν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[χρωστώ]] [[επιπλέον]], σε Δημ.· απόλ., έχω [[χρέος]], [[χρωστώ]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> ως [[δικανικός]] όρος, χάνω τη [[δίκη]] και υποβάλλομαι [[επιπλέον]] σε [[πρόστιμο]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, αποδεικνύομαι [[άξιος]] ή [[αξίζω]] [[επιπλέον]], θεωρούμαι [[άξιος]], <i>αἰσχύνην</i>, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσοφλισκάνω:''' (aor. προσῶφλον)<br /><b class="num">1)</b> [[быть еще должным]] (πεντακοσίας δραχμάς Dem.);<br /><b class="num">2)</b> юр. (по судебному приговору) быть обязанным, подлежать (τὴν ἐπωβελίαν Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[навлекать на себя]], [[заслуживать]] (αἰσχύνην Dem.): ἀχαριστίας [[δόξαν]] π. Plut. стяжать себе славу неблагодарного.
|lstext='''προσοφλισκάνω''': μέλλ. -οφλήσω· ἀόρ. -ῶφλον, ἀπαρ. -οφλεῖν (ἴδε ἐν λέξ. [[ὀφλισκάνω]], ἀόριστ. α΄ προσοφλῆσαι ἐν Ἀλπίφρ. 3. 26. Ὡς τὸ [[προσοφείλω]], χρεωστῶ [[προσέτι]] ἢ ἐπὶ πλέον, πεντακοσίας δραχμάς, ἃς προσῶφλεν Δημ. 1327. 21· ἀπολ., χρεωστῶ, ἔχω [[χρέος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 24. 2) ὡς νομικὸς ὅρος, χάνω τὴν δίκην καὶ ὑποβάλλομαι [[προσέτι]] εἰς [[πρόστιμον]], πρ. τὰ ἐπιτίμια, τὴν ἐπωβελίαν Δημ. 939. 27., 1103. 15, Αἰσχίν. 23. 25· χιλίας (δηλ. δραχμὰς) Δημ. 647. 7: - καὶ ἀπολύτ., στρατηγήσας προσῶφλε, ὑπεβλήθη εἰς [[πρόστιμον]], Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1, 5. 3) [[καθόλου]], ἀποδεικνύομαι [[ἄξιος]] [[προσέτι]]..., [[λογίζομαι]] [[ἄξιος]]..., πρ. αἰσχύνην Δημ. 58. 10., 93. 3· οὐ τοῦτο βλάπτονται μόνον, ἀλλὰ καὶ κακοήθειαν καὶ δυσμένειαν προσοφλισκάνουσι Πλούτ. 2. 43D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyltenb.· [[ὥστε]] προσοφλεῖν τὸν λεγόμενον τῶν ἰχθύων βίον, [[ὥστε]] νὰ εἶνε ἄξιοι νὰ λεχθῇ περὶ αὐτῶν ὅτι ζῶσι τὸν λεγόμενον τῶν ἰχθύων βίον, Πολύβ. 15. 20, 3.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-οφλισκάνω ook nog schuldig zijn; abs. in het krijt staan:. οὕτω γὰρ οἱ προσοφλήσει ὁ ὑπάρξας want zo zal degeen die begonnen is bij hem in het krijt staan Aristot. EN 1124b11.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -οφλήσω aor2 -ῶφλον inf. -οφλεῖν<br /><b class="num">1.</b> to owe [[besides]], Dem.: absol. to incur a [[debt]], Arist.<br /><b class="num">2.</b> as law-[[term]], to [[lose]] one's [[suit]] and incur a [[penalty]] [[besides]], Aeschin.<br /><b class="num">3.</b> [[generally]], to incur or [[deserve]] [[besides]], αἰσχύνην Dem.
|mdlsjtxt=fut. -οφλήσω aor2 -ῶφλον inf. -οφλεῖν<br /><b class="num">1.</b> to owe [[besides]], Dem.: absol. to incur a [[debt]], Arist.<br /><b class="num">2.</b> as law-[[term]], to [[lose]] one's [[suit]] and incur a [[penalty]] [[besides]], Aeschin.<br /><b class="num">3.</b> [[generally]], to incur or [[deserve]] [[besides]], αἰσχύνην Dem.
}}
}}