προσοφλισκάνω

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοφλισκάνω Medium diacritics: προσοφλισκάνω Low diacritics: προσοφλισκάνω Capitals: ΠΡΟΣΟΦΛΙΣΚΑΝΩ
Transliteration A: prosophliskánō Transliteration B: prosophliskanō Transliteration C: prosofliskano Beta Code: prosofliska/nw

English (LSJ)

A fut. -οφλήσω Arist.EN 1124b11: 2 aor. -ῶφλον D.35.46, etc.; 1 aor. προσοφλῆσαι Alciphr.3.26:—owe besides, πεντακοσίας δραχμάς, ἃς προσῶφλεν D.58.19: abs., incur a debt, Arist. l.c.
2 as law-term, lose one's suit and incur a penalty besides, π. τὰ ἐπιτίμια D. 35.46; τὴν ἐπωβελίαν Id.45.6, Aeschin.1.163; χιλίας (sc. δραχμάς) D.23.80: abs., στρατηγήσας προσῶφλε was fined in his office of στρατηγός, Antiph.204.5.
3 generally, incur besides, π. αἰσχύνην D.5.5, 8.12; ἀνελευθερίαν τῇ κακοηθείᾳ π. get a character for meanness in addition to.., Plu.2.856c, cf. 43c; γέλωτα Alciphr. l.c.; π. τὸν λεγόμενον ἰχθύων βίον deserve to be said to live like fish, Plb. 15.20.3.

German (Pape)

[Seite 775] (s. ὀφλισκάνω), noch dazu schuldig sein, verschulden, verwirken; αἰσχύνην, Dem. 8, 12; ἀλαζονείαν, Plut. non posse 5. Dazu gehört der aor. προσῶφλον, inf. προσοφλεῖν, auch προσόφλειν betont; absol., στρατηγήσας προσῶφλεν, Antiphan. bei Ath. III, 103 f; gew. c. accus., αἰσχύνην προσοφλεῖν, Dem. 5, 5, u. öfter; ἐπωβελίαν προσοφλών, Aesch. 1, 163; ἀχαριστίας δόξαν, sich noch dazu den Verdacht der Undankbarkeit zuziehen, Plut. Pyrrh. 23; κακοήθειαν καὶ δυσμένειαν, sich der Bosheit u. Feindseligkeit schuldig machen, id.; προσόφλειν (Bekk. προσοφείλειν) τὸν λεγόμενον ἰχθύων βίον, machen, daß das Sprichwort in Anwendung kommt, Pol. 15, 20, 3.

French (Bailly abrégé)

f. προσοφλήσω, ao.2 προσῶφλον, etc.
1 devoir en outre, acc.;
2 être en outre condamné : τι à qqe peine ; fig. αἰσχύνην DÉM encourir en outre la honte.
Étymologie: πρός, ὀφλισκάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-οφλισκάνω ook nog schuldig zijn; abs. in het krijt staan:. οὕτω γὰρ οἱ προσοφλήσει ὁ ὑπάρξας want zo zal degeen die begonnen is bij hem in het krijt staan Aristot. EN 1124b11.

Russian (Dvoretsky)

προσοφλισκάνω: (aor. προσῶφλον)
1 быть еще должным (πεντακοσίας δραχμάς Dem.);
2 юр. (по судебному приговору) быть обязанным, подлежать (τὴν ἐπωβελίαν Dem.);
3 навлекать на себя, заслуживать (αἰσχύνην Dem.): ἀχαριστίας δόξαν π. Plut. стяжать себе славу неблагодарного.

Greek Monolingual

Α
1. χρωστώ επί πλέον, οφείλω κάτι ακόμη («πεντακοσίας δραχμάς... ἃς προσῶφλεν», Δημοσθ.)
2. έχω ένα χρέος, χρωστώ
3. (ως νομ. όρος) χάνω μια δίκη και καταδικάζομαι επί πλέον στην καταβολή προστίμου («εἰς τὸ δεσμωτήριον παραδοθῆναι ὑφ' ὑμῶν προσοφλάντας τὰ ἐπιτίμια», Δημοσθ.)
4. επισύρω μια επί πλέον μομφή, κατηγορία εναντίον μου («προσοφλεῖν αἰσχύνην», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὀφλισκάνω «χρωστώ»].

Greek Monotonic

προσοφλισκάνω: μέλ. -οφλήσω, αόρ. βʹ -ῶφλον, απαρ. -οφλεῖν·
1. χρωστώ επιπλέον, σε Δημ.· απόλ., έχω χρέος, χρωστώ, σε Αριστ.
2. ως δικανικός όρος, χάνω τη δίκη και υποβάλλομαι επιπλέον σε πρόστιμο, σε Αισχίν.
3. γενικά, αποδεικνύομαι άξιος ή αξίζω επιπλέον, θεωρούμαι άξιος, αἰσχύνην, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προσοφλισκάνω: μέλλ. -οφλήσω· ἀόρ. -ῶφλον, ἀπαρ. -οφλεῖν (ἴδε ἐν λέξ. ὀφλισκάνω, ἀόριστ. α΄ προσοφλῆσαι ἐν Ἀλπίφρ. 3. 26. Ὡς τὸ προσοφείλω, χρεωστῶ προσέτι ἢ ἐπὶ πλέον, πεντακοσίας δραχμάς, ἃς προσῶφλεν Δημ. 1327. 21· ἀπολ., χρεωστῶ, ἔχω χρέος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 24. 2) ὡς νομικὸς ὅρος, χάνω τὴν δίκην καὶ ὑποβάλλομαι προσέτι εἰς πρόστιμον, πρ. τὰ ἐπιτίμια, τὴν ἐπωβελίαν Δημ. 939. 27., 1103. 15, Αἰσχίν. 23. 25· χιλίας (δηλ. δραχμὰς) Δημ. 647. 7: - καὶ ἀπολύτ., στρατηγήσας προσῶφλε, ὑπεβλήθη εἰς πρόστιμον, Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1, 5. 3) καθόλου, ἀποδεικνύομαι ἄξιος προσέτι..., λογίζομαι ἄξιος..., πρ. αἰσχύνην Δημ. 58. 10., 93. 3· οὐ τοῦτο βλάπτονται μόνον, ἀλλὰ καὶ κακοήθειαν καὶ δυσμένειαν προσοφλισκάνουσι Πλούτ. 2. 43D, ἔνθα ἴδε Wyltenb.· ὥστε προσοφλεῖν τὸν λεγόμενον τῶν ἰχθύων βίον, ὥστε νὰ εἶνε ἄξιοι νὰ λεχθῇ περὶ αὐτῶν ὅτι ζῶσι τὸν λεγόμενον τῶν ἰχθύων βίον, Πολύβ. 15. 20, 3.

Middle Liddell

fut. -οφλήσω aor2 -ῶφλον inf. -οφλεῖν
1. to owe besides, Dem.: absol. to incur a debt, Arist.
2. as law-term, to lose one's suit and incur a penalty besides, Aeschin.
3. generally, to incur or deserve besides, αἰσχύνην Dem.