Anonymous

προστρέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0783.png Seite 783]] (s. [[τρέχω]]), hinzu- od. hinanlaufen, προσδραμὼν πρὸς τοὺς νεκρούς, Plat. Rep. IV, 440 a; Xen. oft, auch feindlich anstürmen, Cyr. 5, 4, 47; προσδραμοῦνται καὶ παρέσονται βοηθοῦντες, Dem. 21, 224; Folgde; auch übtr., [[μάλιστα]] προστρέχειν πρὸς τὴν ἀλήθειαν, sich der Wahrheit nähern, Pol. 17, 15, 2; vgl. [[μάλιστα]] προσέδραμε πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην, 28, 7, 8; dah. Einem beitreten, 27, 13, 12 u. öfter; προσδραμὼν ἐπὶ τὸ [[πορθμεῖον]], Luc. Mort. D. 27, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0783.png Seite 783]] (s. [[τρέχω]]), hinzu- od. hinanlaufen, προσδραμὼν πρὸς τοὺς νεκρούς, Plat. Rep. IV, 440 a; Xen. oft, auch feindlich anstürmen, Cyr. 5, 4, 47; προσδραμοῦνται καὶ παρέσονται βοηθοῦντες, Dem. 21, 224; Folgde; auch übtr., [[μάλιστα]] προστρέχειν πρὸς τὴν ἀλήθειαν, sich der Wahrheit nähern, Pol. 17, 15, 2; vgl. [[μάλιστα]] προσέδραμε πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην, 28, 7, 8; dah. Einem beitreten, 27, 13, 12 u. öfter; προσδραμὼν ἐπὶ τὸ [[πορθμεῖον]], Luc. Mort. D. 27, 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> προσέδραμον, <i>etc.</i><br />courir vers : τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα, vers qqn ; <i>avec idée d'hostilité</i> s'élancer contre, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τρέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προστρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, [[τρέχω]] [[πρός]] τινα, [[ἔρχομαι]], [[προσέρχομαι]], [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολ. 440Α· τινὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1084, Ὄρν. 759, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 10 κτλ.· καὶ ἀπολ., [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] πρὸς…, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3., 18, Κύρ. 7. 1, 15, Δημ. 586. 4, κτλ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐφορμῶ [[ἐναντίον]] τινός, [[πρός]] τινα Ξεν. Κύρ. 5. 4, 47. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[συμβαίνω]] εἴς τινα, τινὶ Διόδ. 13. 37. ΙΙ. μεταφ., [[ἔρχομαι]] πρὸς τὸ [[μέρος]] τινός, τινὶ Πολύβ. 26. 3, 4, κτλ.· πρὸς τὴν γνώμην τινὸς ὁ αὐτ. 28. 7, 8, πρβλ. 17. 15, 2.
|lstext='''προστρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, [[τρέχω]] [[πρός]] τινα, [[ἔρχομαι]], [[προσέρχομαι]], [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολ. 440Α· τινὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1084, Ὄρν. 759, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 10 κτλ.· καὶ ἀπολ., [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] πρὸς…, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3., 18, Κύρ. 7. 1, 15, Δημ. 586. 4, κτλ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐφορμῶ [[ἐναντίον]] τινός, [[πρός]] τινα Ξεν. Κύρ. 5. 4, 47. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[συμβαίνω]] εἴς τινα, τινὶ Διόδ. 13. 37. ΙΙ. μεταφ., [[ἔρχομαι]] πρὸς τὸ [[μέρος]] τινός, τινὶ Πολύβ. 26. 3, 4, κτλ.· πρὸς τὴν γνώμην τινὸς ὁ αὐτ. 28. 7, 8, πρβλ. 17. 15, 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> προσέδραμον, <i>etc.</i><br />courir vers : τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα, vers qqn ; <i>avec idée d'hostilité</i> s'élancer contre, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τρέχω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR