Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτερόω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0809.png Seite 809]] befiedern, mit Federn oder Flügeln versehen; Her. 2, 128; Plat. Rep. 467 d; pass., Flügel bekommen, Phaedr. 248 e; öfter; auch von Schiffen, mit Segeln u. Rudern versehen, ταρσῷ κατήρει πίτυλον ἐπτερωμένον, Eur. I. T. 1346; vgl. τὴν ναῦν, Pol. 1, 46, 11, ναῦς ἐπτερωκ υῖα, ib. 9, Plut. Ant. 63; Ar. auch [[ἔπος]] ἐπτερωμένον, wie πτερόεν, Ran. 1384; πτερωθῆναι πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν, Luc. de domo 4 u. A. die Seele durch Hoffnung, durch Leidenschaften erheben, Plut. Artax. 24; [[πόθος]] πτεροῦται, Anacr. 25, 8; ὁ [[γέρων]] ἐγὼ πτεροῦμαι, 51, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0809.png Seite 809]] befiedern, mit Federn oder Flügeln versehen; Her. 2, 128; Plat. Rep. 467 d; pass., Flügel bekommen, Phaedr. 248 e; öfter; auch von Schiffen, mit Segeln u. Rudern versehen, ταρσῷ κατήρει πίτυλον ἐπτερωμένον, Eur. I. T. 1346; vgl. τὴν ναῦν, Pol. 1, 46, 11, ναῦς ἐπτερωκ υῖα, ib. 9, Plut. Ant. 63; Ar. auch [[ἔπος]] ἐπτερωμένον, wie πτερόεν, Ran. 1384; πτερωθῆναι πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν, Luc. de domo 4 u. A. die Seele durch Hoffnung, durch Leidenschaften erheben, Plut. Artax. 24; [[πόθος]] πτεροῦται, Anacr. 25, 8; ὁ [[γέρων]] ἐγὼ πτεροῦμαι, 51, 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> munir d'ailes <i>ou</i> de plumes;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> munir d'ailes, <i>càd</i> de cordages <i>ou</i> de rames;<br /><b>2</b> élever l'âme comme avec des ailes ; <i>Pass.</i> s'exalter, s'élever (sur les ailes de l'espérance, de la passion, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πτερόν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερόω''': (πτερὸν) βάλλω, [[παρέχω]] πτερὰ εἴς τινα ἢ εἴς τι, τινα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1334, 1361, Βάτρ. 1437, Πλάτ. Πολ. 467D· περὶ τοῦ πτεροῦν [[βιβλίον]], ἴδε ἐν λέξ. γλυφίς. ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[πτερωτός]], ἔχω ἢ κτῶμαι πτέρυγας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 804, 1383, 1446 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Πλάτ. Φαῖδρ. 248Ε, 249Α, κ. ἀλλ.· [[ἔπος]] ἐπτερωμένον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1388. 2) πτερῶ τὴν ναῦν, ἔχω τὰς κώπας τεταμένας ὡς πτέρυγας, ἕτοιμος νὰ βυθίσω αὐτὰς εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Πολύβ. 1. 46, 11 (ὁ πρκμ. κεῖται ἀμεταβάτως, [[ναῦς]] ἐπτερωκυῖα [[αὐτόθι]] 9), Πλουτ. Ἀντών. 63· ― [[ὅθεν]], ταρσῷ [[πίτυλος]] ἐπτερωμένος, ἡ διὰ τῶν κωπῶν ὡς πτερῶν [[πλῆξις]] τῆς θαλάσσης, δηλ. αὐταὶ αἱ ὡς πτερὰ κῶπαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1346 (τὸν στίχον δὲ τοῦτον ὁ Ἕρμαν. καὶ ὁ Δινδ. θέτουσι μετὰ τὸν στίχ. 1394 = 1362 Ἕρμανν.). ΙΙ. μεταφ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πετάξῃ, [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]] (πρβλ. [[ἀναπτερόω]]), Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― Παθ., ἀναπτεροῦμαι, ἐπὶ Πυθαγόραν Φιλόστρ. 9· χορείην Ἀνακρεόντ. 54. 4· πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν Λουκ. Δημ. 4· ὑφ’ ἡδονῶν Κλήμ. Ἀλ. 288· ἀπολ., Πλουτ. Ἀρτοξ. 24. ― Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Α΄, σελ. 168.
|lstext='''πτερόω''': (πτερὸν) βάλλω, [[παρέχω]] πτερὰ εἴς τινα ἢ εἴς τι, τινα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1334, 1361, Βάτρ. 1437, Πλάτ. Πολ. 467D· περὶ τοῦ πτεροῦν [[βιβλίον]], ἴδε ἐν λέξ. γλυφίς. ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[πτερωτός]], ἔχω ἢ κτῶμαι πτέρυγας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 804, 1383, 1446 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Πλάτ. Φαῖδρ. 248Ε, 249Α, κ. ἀλλ.· [[ἔπος]] ἐπτερωμένον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1388. 2) πτερῶ τὴν ναῦν, ἔχω τὰς κώπας τεταμένας ὡς πτέρυγας, ἕτοιμος νὰ βυθίσω αὐτὰς εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Πολύβ. 1. 46, 11 (ὁ πρκμ. κεῖται ἀμεταβάτως, [[ναῦς]] ἐπτερωκυῖα [[αὐτόθι]] 9), Πλουτ. Ἀντών. 63· ― [[ὅθεν]], ταρσῷ [[πίτυλος]] ἐπτερωμένος, ἡ διὰ τῶν κωπῶν ὡς πτερῶν [[πλῆξις]] τῆς θαλάσσης, δηλ. αὐταὶ αἱ ὡς πτερὰ κῶπαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1346 (τὸν στίχον δὲ τοῦτον ὁ Ἕρμαν. καὶ ὁ Δινδ. θέτουσι μετὰ τὸν στίχ. 1394 = 1362 Ἕρμανν.). ΙΙ. μεταφ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πετάξῃ, [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]] (πρβλ. [[ἀναπτερόω]]), Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― Παθ., ἀναπτεροῦμαι, ἐπὶ Πυθαγόραν Φιλόστρ. 9· χορείην Ἀνακρεόντ. 54. 4· πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν Λουκ. Δημ. 4· ὑφ’ ἡδονῶν Κλήμ. Ἀλ. 288· ἀπολ., Πλουτ. Ἀρτοξ. 24. ― Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Α΄, σελ. 168.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> munir d'ailes <i>ou</i> de plumes;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> munir d'ailes, <i>càd</i> de cordages <i>ou</i> de rames;<br /><b>2</b> élever l'âme comme avec des ailes ; <i>Pass.</i> s'exalter, s'élever (sur les ailes de l'espérance, de la passion, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πτερόν]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm