3,254,072
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] τό, äol. [[σάμβαλον]], w. m. vgl., gew. im plur., eine hölzerne Sohle, mit Riemen um den Oberfuß festgebunden; zuerst im h. Hom. Merc. 79. 83. 139; später eine Art Weiberschuh, z. B. der Omphale, vgl. Poll. 7, 87. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] τό, äol. [[σάμβαλον]], w. m. vgl., gew. im plur., eine hölzerne Sohle, mit Riemen um den Oberfuß festgebunden; zuerst im h. Hom. Merc. 79. 83. 139; später eine Art Weiberschuh, z. B. der Omphale, vgl. Poll. 7, 87. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />sandale.<br /><i><b>Étym.</b> pers.</i> sandal « chaussure ». | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάνδᾰλον''': τό, [[ὑπόδημα]] προσδενόμενον διὰ λωρίων κατὰ τὸ ἄνω [[μέρος]] τοῦ ποδός, <br />Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 20· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 79, 83μ 139· περὶ τῶν Τυρρηνικῶν σανδαλίων ἴδε Meineike εἰς Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Πολυδ. Ζ΄ 86 κἑξ.· - Αἰολ. [[σάμβαλον]] Σαπφὼ 99, Ἀνθ. Π. 6. 267, ἴδε Bgk. εἰς Ἀνακρ. 15· ὑποκοριστ. σαμβαλίσκος, ὁ, ἑτερογεν. πληθ. -ίσκα, Ἱππῶναξ 12. ΙΙ. [[πλατύς]] τις ἰχθύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Β· [[ὡσαύτως]] [[σανδάλιον]], καθ’ Ἡσύχ. ταὐτὸν καὶ [[ψῆττα]], ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Ἀλκίφρονος 1. 7. (Πιθαν. παρελήφθη ἐκ τοῦ Περσικοῦ sandal (calceus)). | |lstext='''σάνδᾰλον''': τό, [[ὑπόδημα]] προσδενόμενον διὰ λωρίων κατὰ τὸ ἄνω [[μέρος]] τοῦ ποδός, <br />Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 20· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 79, 83μ 139· περὶ τῶν Τυρρηνικῶν σανδαλίων ἴδε Meineike εἰς Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Πολυδ. Ζ΄ 86 κἑξ.· - Αἰολ. [[σάμβαλον]] Σαπφὼ 99, Ἀνθ. Π. 6. 267, ἴδε Bgk. εἰς Ἀνακρ. 15· ὑποκοριστ. σαμβαλίσκος, ὁ, ἑτερογεν. πληθ. -ίσκα, Ἱππῶναξ 12. ΙΙ. [[πλατύς]] τις ἰχθύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Β· [[ὡσαύτως]] [[σανδάλιον]], καθ’ Ἡσύχ. ταὐτὸν καὶ [[ψῆττα]], ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Ἀλκίφρονος 1. 7. (Πιθαν. παρελήφθη ἐκ τοῦ Περσικοῦ sandal (calceus)). | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |