Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σάνδαλον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />sandale.<br /><i><b>Étym.</b> pers.</i> sandal « chaussure ».
|btext=ου (τό) :<br />sandale.<br /><i><b>Étym.</b> pers.</i> sandal « chaussure ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σάνδᾰλον''': τό, [[ὑπόδημα]] προσδενόμενον διὰ λωρίων κατὰ τὸ ἄνω [[μέρος]] τοῦ ποδός, <br />Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 20· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 79, 83μ 139· περὶ τῶν Τυρρηνικῶν σανδαλίων ἴδε Meineike εἰς Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Πολυδ. Ζ΄ 86 κἑξ.· - Αἰολ. [[σάμβαλον]] Σαπφὼ 99, Ἀνθ. Π. 6. 267, ἴδε Bgk. εἰς Ἀνακρ. 15· ὑποκοριστ. σαμβαλίσκος, ὁ, ἑτερογεν. πληθ. -ίσκα, Ἱππῶναξ 12. ΙΙ. [[πλατύς]] τις ἰχθύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Β· [[ὡσαύτως]] [[σανδάλιον]], καθ’ Ἡσύχ. ταὐτὸν καὶ [[ψῆττα]], ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Ἀλκίφρονος 1. 7. (Πιθαν. παρελήφθη ἐκ τοῦ Περσικοῦ sandal (calceus)).
|elnltext=σάνδαλον -ου, τό Aeol. σάμβαλον sandaal.
}}
{{elru
|elrutext='''σάνδᾰλον:''' эол. [[σάμβαλον|σάμβᾰλον]] τό<br /><b class="num">1)</b> [[сандалия]] (деревянная подошва с ремнями) HH;<br /><b class="num">2)</b> [[сандал]] (род камбалы) Luc.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σάνδᾰλον:''' τό, [[υπόδημα]] με ξύλινη σόλα που δένεται με λωρίδες γύρω από το [[πέλμα]] και τον αστράγαλο· [[σανδάλι]], πέδιλο· κατά κανόνα στον πληθ., τα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ. (πιθ. Περσική [[λέξη]]).
|lsmtext='''σάνδᾰλον:''' τό, [[υπόδημα]] με ξύλινη σόλα που δένεται με λωρίδες γύρω από το [[πέλμα]] και τον αστράγαλο· [[σανδάλι]], πέδιλο· κατά κανόνα στον πληθ., τα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ. (πιθ. Περσική [[λέξη]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σάνδᾰλον:''' эол. [[σάμβαλον|σάμβᾰλον]] τό<br /><b class="num">1)</b> [[сандалия]] (деревянная подошва с ремнями) HH;<br /><b class="num">2)</b> [[сандал]] (род камбалы) Luc.
|lstext='''σάνδᾰλον''': τό, [[ὑπόδημα]] προσδενόμενον διὰ λωρίων κατὰ τὸ ἄνω [[μέρος]] τοῦ ποδός, <br />Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 20· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 79, 83μ 139· περὶ τῶν Τυρρηνικῶν σανδαλίων ἴδε Meineike εἰς Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Πολυδ. Ζ΄ 86 κἑξ.· - Αἰολ. [[σάμβαλον]] Σαπφὼ 99, Ἀνθ. Π. 6. 267, ἴδε Bgk. εἰς Ἀνακρ. 15· ὑποκοριστ. σαμβαλίσκος, ὁ, ἑτερογεν. πληθ. -ίσκα, Ἱππῶναξ 12. ΙΙ. [[πλατύς]] τις ἰχθύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Β· [[ὡσαύτως]] [[σανδάλιον]], καθ’ Ἡσύχ. ταὐτὸν καὶ [[ψῆττα]], ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Ἀλκίφρονος 1. 7. (Πιθαν. παρελήφθη ἐκ τοῦ Περσικοῦ sandal (calceus)).
}}
{{elnl
|elnltext=σάνδαλον -ου, τό Aeol. σάμβαλον sandaal.
}}
}}
{{etym
{{etym