Anonymous

στρατεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0951.png Seite 951]] im Kriege dienen, Kriegsdienste thun, zu Felde ziehen; Eur. Herc. F. 825 Rhes. 471; oft Her., [[ἐνένωτο]] στρατεύειν ἐπὶ τοὺς Πέρσας 1, 77, ἐπὶ Μίλητον 6, 7; Thuc. τὸν ἱερὸν πόλεμον, 1, 112; Folgde; ποίῳ δικαίῳ χρώμενος Ξέρξης ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐστράτευσεν, Plat. Gorg. 483 d; Sp., στρατεύειν [[πανδημεί]], Pol. 2, 2, 7. – Häufig als depon. med., u. bei Pind. P. 1, 51 auch im aor. pass. als depon., ἐστρατεύθη, er zog zu Felde; εἰ μὴ στρατεύοισθ' ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον, Aesch. Pers. 776; οὐ τῆς σῆς οὕνεκ' ἐστρατεύσατο γυναικός, Soph. Ai. 1090; ἐπὶ τὴν ἐμὴν στρατεύομαι πόλιν, Eur. Phoen. 435; Ar. Nubb. 682; ἐστρατευμένος, Ran. 1111; ἐστράτευμαι τὰς στρατείας, Is. 2, 42; ἐστρατεύοντο ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας, Her. 6, 108; ἐπὶ Αἴγυπτον, 3, 139; öfter auch absolut, 4, 28. 8, 43; ἔοικεν ἐκ νέου στρατεύεσθαι διὰ βίου, Plat. Legg. III, 694 c, u. öfter, u. Folgde überall. – Bei Hdn. 2, 14, 6 steht das act. für »anwerben«, in das Heer aufnehmen. Vgl. App. B. C. 2, 141. –
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0951.png Seite 951]] im Kriege dienen, Kriegsdienste thun, zu Felde ziehen; Eur. Herc. F. 825 Rhes. 471; oft Her., [[ἐνένωτο]] στρατεύειν ἐπὶ τοὺς Πέρσας 1, 77, ἐπὶ Μίλητον 6, 7; Thuc. τὸν ἱερὸν πόλεμον, 1, 112; Folgde; ποίῳ δικαίῳ χρώμενος Ξέρξης ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐστράτευσεν, Plat. Gorg. 483 d; Sp., στρατεύειν [[πανδημεί]], Pol. 2, 2, 7. – Häufig als depon. med., u. bei Pind. P. 1, 51 auch im aor. pass. als depon., ἐστρατεύθη, er zog zu Felde; εἰ μὴ στρατεύοισθ' ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον, Aesch. Pers. 776; οὐ τῆς σῆς οὕνεκ' ἐστρατεύσατο γυναικός, Soph. Ai. 1090; ἐπὶ τὴν ἐμὴν στρατεύομαι πόλιν, Eur. Phoen. 435; Ar. Nubb. 682; ἐστρατευμένος, Ran. 1111; ἐστράτευμαι τὰς στρατείας, Is. 2, 42; ἐστρατεύοντο ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας, Her. 6, 108; ἐπὶ Αἴγυπτον, 3, 139; öfter auch absolut, 4, 28. 8, 43; ἔοικεν ἐκ νέου στρατεύεσθαι διὰ βίου, Plat. Legg. III, 694 c, u. öfter, u. Folgde überall. – Bei Hdn. 2, 14, 6 steht das act. für »anwerben«, in das Heer aufnehmen. Vgl. App. B. C. 2, 141. –
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐστράτευσα, <i>pf.</i> ἐστράτευκα;<br /><i>Pass. pf.</i> ἐστράτευμαι;<br />servir comme soldat ; faire campagne, faire une expédition (sur terre et sur mer, comme chef <i>ou</i> comme soldat) : πόλεμον THC diriger une expédition, une guerre au dehors;<br /><i><b>Moy.</b></i> στρατεύομαι (<i>ao.</i> ἐστρατευσάμην, <i>rar.</i> ἐστρατεύθην) servir comme soldat : [[ἐπί]], [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc. contre (qqn, une ville, <i>etc.</i>) ; στρ. ψιλόν AR, ὁπλίτην XÉN servir comme soldat d'infanterie légère, comme hoplite ; στρ. μισθοῦ XÉN servir pour une solde, <i>càd</i> comme mercenaire ; [[ὑπό]] τινι servir sous qqn ; [[εἰς]] τὴν Ἀσίαν XÉN faire campagne en Asie.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτεύω''': Βοιωτ. παρατ. ἐστροτεύαον Keil Inscr. 11. 6· ([[στρατός]]). Ὑπηρετῶ εἰς πόλεμον, εἶμαι [[στρατιώτης]], [[κάμνω]] ὑπηρεσίαν στρατιωτικήν, [[ἐκστρατεύω]], [[ἐπέρχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, πρῶτον παρ’ Ἡροδ., ἐπὶ τοὺς Πέρσας, ἐπὶ τὴν Μίλητον 1. 77., 6. 7, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 825, Θουκ. 3. 7, κτλ.· ἐς Πλάταιαν, ἐς Σικελίαν, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 6, Ξεν., κλπ.· πρὸς Ἄβυδον ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 2, 16· στρ. [[ὅποι]] [[Κῦρος]] ἐπαγγέλλοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 4, 9· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στρ. στρατείαν Εὐρ. Ἱκέτ. 116· πόλεμον Θουκ. 1. 112. 2) ὡς ἀποθ. στρατεύομαι· μέλλ. -εύσομαι Ἡρόδ. 7. 11, Δημ. 95. 19· ἀόρ. ἐστρατευσάμην Ἡρόδ. 1. 204, Σοφ. Αἴ. 1111, Ἰσοκρ. 111C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐστρατεύθην Πινδ. Π. 1. 98, Ἀπολλόδ. 1. 9, 131, Βοιωτ. ἐστροτευάθη Ussing Inscr. ἀρ. 52· πρκμ. ἐστράτευμαι Ἰσαῖ. 49. 28, κτλ., ἴδε κατωτ.· - ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., [[ἐκστρατεύω]], Λατιν. militari, Ἡρόδ. 7. 61, 64, 66, κ. ἀλλ.· ἐστρατευμένος, ὑπηρετήσας ὡς [[στρατιώτης]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1113, πρβλ. Λυσίαν 114. 33· ψιλὸς αὖ στρατεύσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 232, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 15. 8· στρ. [[ὁπλίτης]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· στ. ἐκ καταλόγου (ἴδε ἐν λ. [[κατάλογος]] 2). 3) ὁδηγῶ στρατόν, [[βαδίζω]], [[ἐπέρχομαι]], στρ. ἐπὶ τοῦς Πλαταιέας, ἐπὶ τὰς Θήβας Ἡρόδ. 6. 108., 9. 86· ἐπὶ κρυστάλλου ὁ αὐτ. 4. 28, κτλ.· μετά τινος Εὐρ. Ι. Α. 967· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πολ. 429Β, κτλ.· ἕνεκά τινος Σοφ. Αἴ. 1111· ὑπό τινος Πλουτ. Κάμιλλ. 2· ἐπί τινα Ἡρόδ. 3. 139, κτλ.· ἐς τὴν Ἀσίην ὁ αὐτ. 1.4, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 790, Ἀνδοκ. 27. 20, κτλ.· [[πρός]] .. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 3· στρ. μισθοῦ Ξεν. Κύρ. 3. 2, 7· στρ. ἔξω Πλάτ. Νόμ. 814Α· ἀντίθετον τῷ ἐπιδημεῖν, Λυσ. 160. 2· τῷ δημηγορεῖν, Ἀνδοκ. 32. 4· μετὰ συστοίχ. αἰτ., Ἰσαῖ. 82. 25, κτλ. - Παρ’ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα [[ἄλλοτε]] ἔχουσι τὸν ἐνεργ. τύπον καὶ [[ἄλλοτε]] τὸν [[μέσον]], ὡς ἐν 1. 204., 6. 7· παρὰ τοῖς Ἀττ. ὁ [[μέσος]] [[τύπος]] κατέστη κατὰ πολὺ συνηθέστερος. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ ἐνεργ., [[δέχομαι]] ὡς [[στρατιώτης]], [[ἐγγράφω]] ὡς στρατιώτην, στρατολογῶ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 42., 2. 141., 5. 137, Ἡρῳδιαν. 2. 14. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 348.
|lstext='''στρᾰτεύω''': Βοιωτ. παρατ. ἐστροτεύαον Keil Inscr. 11. 6· ([[στρατός]]). Ὑπηρετῶ εἰς πόλεμον, εἶμαι [[στρατιώτης]], [[κάμνω]] ὑπηρεσίαν στρατιωτικήν, [[ἐκστρατεύω]], [[ἐπέρχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, πρῶτον παρ’ Ἡροδ., ἐπὶ τοὺς Πέρσας, ἐπὶ τὴν Μίλητον 1. 77., 6. 7, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 825, Θουκ. 3. 7, κτλ.· ἐς Πλάταιαν, ἐς Σικελίαν, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 6, Ξεν., κλπ.· πρὸς Ἄβυδον ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 2, 16· στρ. [[ὅποι]] [[Κῦρος]] ἐπαγγέλλοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 4, 9· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στρ. στρατείαν Εὐρ. Ἱκέτ. 116· πόλεμον Θουκ. 1. 112. 2) ὡς ἀποθ. στρατεύομαι· μέλλ. -εύσομαι Ἡρόδ. 7. 11, Δημ. 95. 19· ἀόρ. ἐστρατευσάμην Ἡρόδ. 1. 204, Σοφ. Αἴ. 1111, Ἰσοκρ. 111C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐστρατεύθην Πινδ. Π. 1. 98, Ἀπολλόδ. 1. 9, 131, Βοιωτ. ἐστροτευάθη Ussing Inscr. ἀρ. 52· πρκμ. ἐστράτευμαι Ἰσαῖ. 49. 28, κτλ., ἴδε κατωτ.· - ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., [[ἐκστρατεύω]], Λατιν. militari, Ἡρόδ. 7. 61, 64, 66, κ. ἀλλ.· ἐστρατευμένος, ὑπηρετήσας ὡς [[στρατιώτης]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1113, πρβλ. Λυσίαν 114. 33· ψιλὸς αὖ στρατεύσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 232, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 15. 8· στρ. [[ὁπλίτης]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· στ. ἐκ καταλόγου (ἴδε ἐν λ. [[κατάλογος]] 2). 3) ὁδηγῶ στρατόν, [[βαδίζω]], [[ἐπέρχομαι]], στρ. ἐπὶ τοῦς Πλαταιέας, ἐπὶ τὰς Θήβας Ἡρόδ. 6. 108., 9. 86· ἐπὶ κρυστάλλου ὁ αὐτ. 4. 28, κτλ.· μετά τινος Εὐρ. Ι. Α. 967· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πολ. 429Β, κτλ.· ἕνεκά τινος Σοφ. Αἴ. 1111· ὑπό τινος Πλουτ. Κάμιλλ. 2· ἐπί τινα Ἡρόδ. 3. 139, κτλ.· ἐς τὴν Ἀσίην ὁ αὐτ. 1.4, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 790, Ἀνδοκ. 27. 20, κτλ.· [[πρός]] .. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 3· στρ. μισθοῦ Ξεν. Κύρ. 3. 2, 7· στρ. ἔξω Πλάτ. Νόμ. 814Α· ἀντίθετον τῷ ἐπιδημεῖν, Λυσ. 160. 2· τῷ δημηγορεῖν, Ἀνδοκ. 32. 4· μετὰ συστοίχ. αἰτ., Ἰσαῖ. 82. 25, κτλ. - Παρ’ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα [[ἄλλοτε]] ἔχουσι τὸν ἐνεργ. τύπον καὶ [[ἄλλοτε]] τὸν [[μέσον]], ὡς ἐν 1. 204., 6. 7· παρὰ τοῖς Ἀττ. ὁ [[μέσος]] [[τύπος]] κατέστη κατὰ πολὺ συνηθέστερος. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ ἐνεργ., [[δέχομαι]] ὡς [[στρατιώτης]], [[ἐγγράφω]] ὡς στρατιώτην, στρατολογῶ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 42., 2. 141., 5. 137, Ἡρῳδιαν. 2. 14. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 348.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐστράτευσα, <i>pf.</i> ἐστράτευκα;<br /><i>Pass. pf.</i> ἐστράτευμαι;<br />servir comme soldat ; faire campagne, faire une expédition (sur terre et sur mer, comme chef <i>ou</i> comme soldat) : πόλεμον THC diriger une expédition, une guerre au dehors;<br /><i><b>Moy.</b></i> στρατεύομαι (<i>ao.</i> ἐστρατευσάμην, <i>rar.</i> ἐστρατεύθην) servir comme soldat : [[ἐπί]], [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc. contre (qqn, une ville, <i>etc.</i>) ; στρ. ψιλόν AR, ὁπλίτην XÉN servir comme soldat d'infanterie légère, comme hoplite ; στρ. μισθοῦ XÉN servir pour une solde, <i>càd</i> comme mercenaire ; [[ὑπό]] τινι servir sous qqn ; [[εἰς]] τὴν Ἀσίαν XÉN faire campagne en Asie.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer