Anonymous

στρατεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.</i> ἐστράτευσα, <i>pf.</i> ἐστράτευκα;<br /><i>Pass. pf.</i> ἐστράτευμαι;<br />servir comme soldat ; faire campagne, faire une expédition (sur terre et sur mer, comme chef <i>ou</i> comme soldat) : πόλεμον THC diriger une expédition, une guerre au dehors;<br /><i><b>Moy.</b></i> στρατεύομαι (<i>ao.</i> ἐστρατευσάμην, <i>rar.</i> ἐστρατεύθην) servir comme soldat : [[ἐπί]], [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc. contre (qqn, une ville, <i>etc.</i>) ; στρ. ψιλόν AR, ὁπλίτην XÉN servir comme soldat d'infanterie légère, comme hoplite ; στρ. μισθοῦ XÉN servir pour une solde, <i>càd</i> comme mercenaire ; [[ὑπό]] τινι servir sous qqn ; [[εἰς]] τὴν Ἀσίαν XÉN faire campagne en Asie.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]].
|btext=<i>ao.</i> ἐστράτευσα, <i>pf.</i> ἐστράτευκα;<br /><i>Pass. pf.</i> ἐστράτευμαι;<br />servir comme soldat ; faire campagne, faire une expédition (sur terre et sur mer, comme chef <i>ou</i> comme soldat) : πόλεμον THC diriger une expédition, une guerre au dehors;<br /><i><b>Moy.</b></i> στρατεύομαι (<i>ao.</i> ἐστρατευσάμην, <i>rar.</i> ἐστρατεύθην) servir comme soldat : [[ἐπί]], [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc. contre (qqn, une ville, <i>etc.</i>) ; στρ. ψιλόν AR, ὁπλίτην XÉN servir comme soldat d'infanterie légère, comme hoplite ; στρ. μισθοῦ XÉN servir pour une solde, <i>càd</i> comme mercenaire ; [[ὑπό]] τινι servir sous qqn ; [[εἰς]] τὴν Ἀσίαν XÉN faire campagne en Asie.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρᾰτεύω''': Βοιωτ. παρατ. ἐστροτεύαον Keil Inscr. 11. 6· ([[στρατός]]). Ὑπηρετῶ εἰς πόλεμον, εἶμαι [[στρατιώτης]], [[κάμνω]] ὑπηρεσίαν στρατιωτικήν, [[ἐκστρατεύω]], [[ἐπέρχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, πρῶτον παρ’ Ἡροδ., ἐπὶ τοὺς Πέρσας, ἐπὶ τὴν Μίλητον 1. 77., 6. 7, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 825, Θουκ. 3. 7, κτλ.· ἐς Πλάταιαν, ἐς Σικελίαν, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 6, Ξεν., κλπ.· πρὸς Ἄβυδον ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 2, 16· στρ. [[ὅποι]] [[Κῦρος]] ἐπαγγέλλοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 4, 9· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στρ. στρατείαν Εὐρ. Ἱκέτ. 116· πόλεμον Θουκ. 1. 112. 2) ὡς ἀποθ. στρατεύομαι· μέλλ. -εύσομαι Ἡρόδ. 7. 11, Δημ. 95. 19· ἀόρ. ἐστρατευσάμην Ἡρόδ. 1. 204, Σοφ. Αἴ. 1111, Ἰσοκρ. 111C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐστρατεύθην Πινδ. Π. 1. 98, Ἀπολλόδ. 1. 9, 131, Βοιωτ. ἐστροτευάθη Ussing Inscr. ἀρ. 52· πρκμ. ἐστράτευμαι Ἰσαῖ. 49. 28, κτλ., ἴδε κατωτ.· - ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., [[ἐκστρατεύω]], Λατιν. militari, Ἡρόδ. 7. 61, 64, 66, κ. ἀλλ.· ἐστρατευμένος, ὑπηρετήσας ὡς [[στρατιώτης]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1113, πρβλ. Λυσίαν 114. 33· ψιλὸς αὖ στρατεύσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 232, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 15. 8· στρ. [[ὁπλίτης]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· στ. ἐκ καταλόγου (ἴδε ἐν λ. [[κατάλογος]] 2). 3) ὁδηγῶ στρατόν, [[βαδίζω]], [[ἐπέρχομαι]], στρ. ἐπὶ τοῦς Πλαταιέας, ἐπὶ τὰς Θήβας Ἡρόδ. 6. 108., 9. 86· ἐπὶ κρυστάλλου ὁ αὐτ. 4. 28, κτλ.· μετά τινος Εὐρ. Ι. Α. 967· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πολ. 429Β, κτλ.· ἕνεκά τινος Σοφ. Αἴ. 1111· ὑπό τινος Πλουτ. Κάμιλλ. 2· ἐπί τινα Ἡρόδ. 3. 139, κτλ.· ἐς τὴν Ἀσίην ὁ αὐτ. 1.4, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 790, Ἀνδοκ. 27. 20, κτλ.· [[πρός]] .. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 3· στρ. μισθοῦ Ξεν. Κύρ. 3. 2, 7· στρ. ἔξω Πλάτ. Νόμ. 814Α· ἀντίθετον τῷ ἐπιδημεῖν, Λυσ. 160. 2· τῷ δημηγορεῖν, Ἀνδοκ. 32. 4· μετὰ συστοίχ. αἰτ., Ἰσαῖ. 82. 25, κτλ. - Παρ’ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα [[ἄλλοτε]] ἔχουσι τὸν ἐνεργ. τύπον καὶ [[ἄλλοτε]] τὸν [[μέσον]], ὡς ἐν 1. 204., 6. 7· παρὰ τοῖς Ἀττ. [[μέσος]] [[τύπος]] κατέστη κατὰ πολὺ συνηθέστερος. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ ἐνεργ., [[δέχομαι]] ὡς [[στρατιώτης]], [[ἐγγράφω]] ὡς στρατιώτην, στρατολογῶ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 42., 2. 141., 5. 137, Ἡρῳδιαν. 2. 14. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 348.
|elnltext=στρατεύω [στρατός] een veldtocht of militaire expeditie ondernemen, oprukken:; σ. ὅποι Κῦρος ἐπαγγέλλοι een veldtocht ondernemen waarheen Cyrus ook maar beval Xen. Cyr. 7.4.9; met ἐπί + acc., met εἰς + acc. of met πρός + acc. tegen iem., tegen een plaats; met ὑπό + dat. onder het commando van iem.; met acc. v. h. inw. obj.:; στρατείαν σ. een veldtocht ondernemen Eur. Suppl. 116; πόλεμον σ. een oorlog voeren Thuc. 1.112.5; ook med.. οἱ δὲ στρατευόμενοι οἵδε ἦσαν dit waren degenen die de expeditie ondernamen Hdt. 7.61; οὐ... τῆς σῆς οὕνεκ’ ἐστρατεύσατο γυναικός hij trok niet ten strijde vanwege jouw vrouw Soph. Ai. 1111. med. ook in het leger dienen, dienstplicht uitvoeren:; ἐκ καταλόγου στρατεύεσθαι als dienstplichtige dienen Xen. Mem. 3.4.1; μισθοῦ στρατεύονται zij dienen tegen soldij (d.w.z. als huursoldaat) Xen. Cyr. 3.2.7; met acc. v. h. inw. obj.: στρατείας στρατεύεσθαι in het leger dienen Dem. 21.95.
}}
{{elru
|elrutext='''στρατεύω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[совершать военный поход]], [[идти войной]] (ἐπὶ Τροίαν Thuc.; πρὸς Ἄβυδον Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (о военных походах), [[предпринимать]] (στρατείαν Eur.; τὸν ἱερὸν πόλεμον Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[состоять на военной службе]], [[участвовать в походах]], [[воевать]]: [[ὁπλίτης]] στρατευσάμενος Xen. служивший в качестве гоплита; ἐστρατευμένος Lys., Arph. отслуживший свой срок, ветеран; στρατεύεσθαι μισθοῦ Xen. служить в качестве наемника; στρατεύεσθαι [[ὑπέρ]] τινος Plat. воевать за (в защиту) кого-л. или замещать кого-л. на военной службе.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''στρᾰτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[στρατός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρετώ]] στον πόλεμο, [[υπηρετώ]] ως [[στρατιώτης]], [[υπηρετώ]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]], [[εκστρατεύω]], [[πορεύομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εξορμώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· με σύστ. αιτ., [[στρατεύω]] στρατείαν, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αποθ., <i>στρατεύομαι</i>, μέλ. <i>-εύσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐστρατευσάμην</i> και <i>ἐστρατεύθην</i>· παρακ. <i>ἐστράτευμαι</i>· [[υπηρετώ]] ως [[στρατιώτης]], [[εκστρατεύω]], Λατ. militari, σε Ηρόδ.· <i>ἐστρατευμένος</i>, έχοντας υπηρετήσει τη στρατιωτική μου [[θητεία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] ένα [[στράτευμα]], [[πορεύομαι]], [[βαδίζω]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''στρᾰτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[στρατός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρετώ]] στον πόλεμο, [[υπηρετώ]] ως [[στρατιώτης]], [[υπηρετώ]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]], [[εκστρατεύω]], [[πορεύομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εξορμώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· με σύστ. αιτ., [[στρατεύω]] στρατείαν, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αποθ., <i>στρατεύομαι</i>, μέλ. <i>-εύσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐστρατευσάμην</i> και <i>ἐστρατεύθην</i>· παρακ. <i>ἐστράτευμαι</i>· [[υπηρετώ]] ως [[στρατιώτης]], [[εκστρατεύω]], Λατ. militari, σε Ηρόδ.· <i>ἐστρατευμένος</i>, έχοντας υπηρετήσει τη στρατιωτική μου [[θητεία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] ένα [[στράτευμα]], [[πορεύομαι]], [[βαδίζω]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρατεύω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[совершать военный поход]], [[идти войной]] (ἐπὶ Τροίαν Thuc.; πρὸς Ἄβυδον Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (о военных походах), [[предпринимать]] (στρατείαν Eur.; τὸν ἱερὸν πόλεμον Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[состоять на военной службе]], [[участвовать в походах]], [[воевать]]: [[ὁπλίτης]] στρατευσάμενος Xen. служивший в качестве гоплита; ἐστρατευμένος Lys., Arph. отслуживший свой срок, ветеран; στρατεύεσθαι μισθοῦ Xen. служить в качестве наемника; στρατεύεσθαι [[ὑπέρ]] τινος Plat. воевать за (в защиту) кого-л. или замещать кого-л. на военной службе.
|lstext='''στρᾰτεύω''': Βοιωτ. παρατ. ἐστροτεύαον Keil Inscr. 11. 6· ([[στρατός]]). Ὑπηρετῶ εἰς πόλεμον, εἶμαι [[στρατιώτης]], [[κάμνω]] ὑπηρεσίαν στρατιωτικήν, [[ἐκστρατεύω]], [[ἐπέρχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, πρῶτον παρ’ Ἡροδ., ἐπὶ τοὺς Πέρσας, ἐπὶ τὴν Μίλητον 1. 77., 6. 7, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 825, Θουκ. 3. 7, κτλ.· ἐς Πλάταιαν, ἐς Σικελίαν, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 6, Ξεν., κλπ.· πρὸς Ἄβυδον ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 2, 16· στρ. [[ὅποι]] [[Κῦρος]] ἐπαγγέλλοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 4, 9· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στρ. στρατείαν Εὐρ. Ἱκέτ. 116· πόλεμον Θουκ. 1. 112. 2) ὡς ἀποθ. στρατεύομαι· μέλλ. -εύσομαι Ἡρόδ. 7. 11, Δημ. 95. 19· ἀόρ. ἐστρατευσάμην Ἡρόδ. 1. 204, Σοφ. Αἴ. 1111, Ἰσοκρ. 111C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐστρατεύθην Πινδ. Π. 1. 98, Ἀπολλόδ. 1. 9, 131, Βοιωτ. ἐστροτευάθη Ussing Inscr. ἀρ. 52· πρκμ. ἐστράτευμαι Ἰσαῖ. 49. 28, κτλ., ἴδε κατωτ.· - ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., [[ἐκστρατεύω]], Λατιν. militari, Ἡρόδ. 7. 61, 64, 66, κ. ἀλλ.· ἐστρατευμένος, ὑπηρετήσας ὡς [[στρατιώτης]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1113, πρβλ. Λυσίαν 114. 33· ψιλὸς αὖ στρατεύσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 232, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 15. 8· στρ. [[ὁπλίτης]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· στ. ἐκ καταλόγου (ἴδε ἐν λ. [[κατάλογος]] 2). 3) ὁδηγῶ στρατόν, [[βαδίζω]], [[ἐπέρχομαι]], στρ. ἐπὶ τοῦς Πλαταιέας, ἐπὶ τὰς Θήβας Ἡρόδ. 6. 108., 9. 86· ἐπὶ κρυστάλλου ὁ αὐτ. 4. 28, κτλ.· μετά τινος Εὐρ. Ι. Α. 967· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πολ. 429Β, κτλ.· ἕνεκά τινος Σοφ. Αἴ. 1111· ὑπό τινος Πλουτ. Κάμιλλ. 2· ἐπί τινα Ἡρόδ. 3. 139, κτλ.· ἐς τὴν Ἀσίην ὁ αὐτ. 1.4, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 790, Ἀνδοκ. 27. 20, κτλ.· [[πρός]] .. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 3· στρ. μισθοῦ Ξεν. Κύρ. 3. 2, 7· στρ. ἔξω Πλάτ. Νόμ. 814Α· ἀντίθετον τῷ ἐπιδημεῖν, Λυσ. 160. 2· τῷ δημηγορεῖν, Ἀνδοκ. 32. 4· μετὰ συστοίχ. αἰτ., Ἰσαῖ. 82. 25, κτλ. - Παρ’ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα [[ἄλλοτε]] ἔχουσι τὸν ἐνεργ. τύπον καὶ [[ἄλλοτε]] τὸν [[μέσον]], ὡς ἐν 1. 204., 6. 7· παρὰ τοῖς Ἀττ. ὁ [[μέσος]] [[τύπος]] κατέστη κατὰ πολὺ συνηθέστερος. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ ἐνεργ., [[δέχομαι]] ὡς [[στρατιώτης]], [[ἐγγράφω]] ὡς στρατιώτην, στρατολογῶ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 42., 2. 141., 5. 137, Ἡρῳδιαν. 2. 14. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 348.
}}
{{elnl
|elnltext=στρατεύω [στρατός] een veldtocht of militaire expeditie ondernemen, oprukken:; σ. ὅποι Κῦρος ἐπαγγέλλοι een veldtocht ondernemen waarheen Cyrus ook maar beval Xen. Cyr. 7.4.9; met ἐπί + acc., met εἰς + acc. of met πρός + acc. tegen iem., tegen een plaats; met ὑπό + dat. onder het commando van iem.; met acc. v. h. inw. obj.:; στρατείαν σ. een veldtocht ondernemen Eur. Suppl. 116; πόλεμον σ. een oorlog voeren Thuc. 1.112.5; ook med.. οἱ δὲ στρατευόμενοι οἵδε ἦσαν dit waren degenen die de expeditie ondernamen Hdt. 7.61; οὐ... τῆς σῆς οὕνεκ’ ἐστρατεύσατο γυναικός hij trok niet ten strijde vanwege jouw vrouw Soph. Ai. 1111. med. ook in het leger dienen, dienstplicht uitvoeren:; ἐκ καταλόγου στρατεύεσθαι als dienstplichtige dienen Xen. Mem. 3.4.1; μισθοῦ στρατεύονται zij dienen tegen soldij (d.w.z. als huursoldaat) Xen. Cyr. 3.2.7; met acc. v. h. inw. obj.: στρατείας στρατεύεσθαι in het leger dienen Dem. 21.95.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρατός]]<br /><b class="num">I.</b> to [[serve]] in war, [[serve]] as a [[soldier]], do [[military]] [[service]], [[take]] the [[field]], [[march]], Hdt., [[attic]]; c. acc. cogn., στρ. στρατείαν Eur.<br /><b class="num">II.</b> Dep. στρατεύομαι, fut. -εύσομαι: aor1 ἐστρατευσάμην and ἐστρατεύθην: perf. ἐστράτευμαι:—to [[serve]], [[take]] the [[field]], Lat. militari, Hdt.; ἐστρατευμένος having been a [[soldier]], Ar.<br /><b class="num">2.</b> to [[lead]] an [[army]], [[march]], Hdt., [[attic]]
|mdlsjtxt=[[στρατός]]<br /><b class="num">I.</b> to [[serve]] in war, [[serve]] as a [[soldier]], do [[military]] [[service]], [[take]] the [[field]], [[march]], Hdt., [[attic]]; c. acc. cogn., στρ. στρατείαν Eur.<br /><b class="num">II.</b> Dep. στρατεύομαι, fut. -εύσομαι: aor1 ἐστρατευσάμην and ἐστρατεύθην: perf. ἐστράτευμαι:—to [[serve]], [[take]] the [[field]], Lat. militari, Hdt.; ἐστρατευμένος having been a [[soldier]], Ar.<br /><b class="num">2.</b> to [[lead]] an [[army]], [[march]], Hdt., [[attic]]
}}
}}