Anonymous

συγχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] und συγχωννύω (s. [[χώννυμι]]), ion. [[συγχόω]], zusammen-, verschütten; κῦμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοθίῳ συγχώσειεν, Aesch. Prom. 1051; zuschütten, σορόν, κρήνας, ὕδατα, τάφους, Her. 1, 68. 4, 120. 127. 140. 9, 49; τὴν ὁδόν, 8, 71, – zerstören, in Schutt verwandeln, dem Erdboden gleich machen, Her. 9, 113, u. so pass., [[οἰκία]] συγκεχωσμένα, 8, 144.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] und συγχωννύω (s. [[χώννυμι]]), ion. [[συγχόω]], zusammen-, verschütten; κῦμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοθίῳ συγχώσειεν, Aesch. Prom. 1051; zuschütten, σορόν, κρήνας, ὕδατα, τάφους, Her. 1, 68. 4, 120. 127. 140. 9, 49; τὴν ὁδόν, 8, 71, – zerstören, in Schutt verwandeln, dem Erdboden gleich machen, Her. 9, 113, u. so pass., [[οἰκία]] συγκεχωσμένα, 8, 144.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγχώσω, <i>Pass. pf.</i> συγκέχωσμαι;<br /><b>1</b> couvrir de terre amoncelée;<br /><b>2</b> combler, niveler, détruire;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> confondre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγχώννῡμι''': καὶ -ύω, παρὰ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφεῦσι [[συγχόω]]· ἀπαρ. συγχοῦν Ἡρόδ. 4. 120, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18· μέλλ. -χώσω· παθ. πρκμ. -κέχωσμαι Ἡρόδ. 8. 144. Ἐπισωρεύω [[ὁμοῦ]], [[ἐπισωρεύω]] [[χῶμα]], [[καλύπτω]] διὰ σωροῦ χώματος, τὴν σορόν, τοὺς τάφους Ἡρόδ. 1. 68· σ. τὰς κρήνας, τὰ ὕδατα, πληρῶ αὐτὰ διὰ χώματος, αὐτ. 4. 120, 140, Ξενοφ., κλπ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, σ. τοὺς ἀποσφαγέντας εἰς τάφρους, θάπτειν αὐτούς, Διόδ. 19. 107, πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 77. ΙΙ. [[μεταβάλλω]] εἰς σωρὸν ἐρειπίων, [[καταστρέφω]], [[κατεδαφίζω]], τὸ [[ἔρυμα]] Ἡρόδ. 7. 225· τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα ὁ αὐτ. 9. 13 τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. 8. 71· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., οἰκήματα συγκεχωσμένα [[αὐτόθι]] 144. 2) [[καθόλου]], [[ἐπιφέρω]] σύγχυσιν, [[κῦμα]]... τῶν τ’ ἄστρων διόδους Αἰσχύλ. Πρ. 1049.
|lstext='''συγχώννῡμι''': καὶ -ύω, παρὰ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφεῦσι [[συγχόω]]· ἀπαρ. συγχοῦν Ἡρόδ. 4. 120, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18· μέλλ. -χώσω· παθ. πρκμ. -κέχωσμαι Ἡρόδ. 8. 144. Ἐπισωρεύω [[ὁμοῦ]], [[ἐπισωρεύω]] [[χῶμα]], [[καλύπτω]] διὰ σωροῦ χώματος, τὴν σορόν, τοὺς τάφους Ἡρόδ. 1. 68· σ. τὰς κρήνας, τὰ ὕδατα, πληρῶ αὐτὰ διὰ χώματος, αὐτ. 4. 120, 140, Ξενοφ., κλπ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, σ. τοὺς ἀποσφαγέντας εἰς τάφρους, θάπτειν αὐτούς, Διόδ. 19. 107, πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 77. ΙΙ. [[μεταβάλλω]] εἰς σωρὸν ἐρειπίων, [[καταστρέφω]], [[κατεδαφίζω]], τὸ [[ἔρυμα]] Ἡρόδ. 7. 225· τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα ὁ αὐτ. 9. 13 τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. 8. 71· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., οἰκήματα συγκεχωσμένα [[αὐτόθι]] 144. 2) [[καθόλου]], [[ἐπιφέρω]] σύγχυσιν, [[κῦμα]]... τῶν τ’ ἄστρων διόδους Αἰσχύλ. Πρ. 1049.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγχώσω, <i>Pass. pf.</i> συγκέχωσμαι;<br /><b>1</b> couvrir de terre amoncelée;<br /><b>2</b> combler, niveler, détruire;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> confondre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χώννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml