Anonymous

σχέδιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] zweier, auch dreier Endgn, vom Orte,[[ nahe]], [[in der Nähe]]; βέλη, zum Nahkampfe tauglich, Aesch. Ch. 161; häufiger von der Zeit, plötzlich, unerwartet, kurze Zeit dauernd, Sp., [[ποτός]] Agath. 24 (XI, 64); dah. aus dem Stegreif, ohne lange Überlegung, flüchtig, nachlässig, Sp., vgl. Nic. Th. 622.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] zweier, auch dreier Endgn, vom Orte,[[ nahe]], [[in der Nähe]]; βέλη, zum Nahkampfe tauglich, Aesch. Ch. 161; häufiger von der Zeit, plötzlich, unerwartet, kurze Zeit dauernd, Sp., [[ποτός]] Agath. 24 (XI, 64); dah. aus dem Stegreif, ohne lange Überlegung, flüchtig, nachlässig, Sp., vgl. Nic. Th. 622.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />proche ; qui sert à combattre de près.<br />'''Étymologie:''' [[σχεδόν]] ; v. [[σχεδία]], [[σχεδίην]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχέδιος''': -α, -ον, ([[σχεδόν]]). Ι. ἐπὶ τόπου, [[πλησίος]], σχέδια βέλη, ὅπλα χρήσιμα πρὸς τὴν ἐκ τοῦ [[συστάδην]] μάχην, Αἰσχύλ. Χο. 162· σχ. [[δόρυ]] Ἀριστ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 311· ἐν μάχῃ Συλλ. Ἐπιγρ. 3557. 3, πρβλ. [[σχεδίην]], [[αὐτοσχέδιος]]. 2) [[ἐπιμελής]], [[προσεκτικός]], [[ἱππασία]] Πολυδ. Α΄, 214. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[αἰφνίδιος]], [[ἀπροσδόκητος]], αἰτίη, [[πρόφασις]], [[πόνος]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7, κλπ.· ἐπὶ σχεδίου, ὡς ἐπίρρ., [[αὐτόθι]] 2. 6· ― ὁ ἐκ τοῦ προχείρου, [[πρόχειρος]], Λατιν. extemporalis, [[ποτὸν]] Ἀνθ. Π. 11. 64· [[λόγος]] Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18, κλπ.· σχέδιον, τό, [[λόγος]] ἐκ τοῦ προχείρου, impromptu, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 422. 2) πεπραγμένος ἢ πεποιημένος ἐκ τοῦ προχείρου, [[πρόχειρος]], [[συνήθης]], (= [[εὐτελής]], Φώτ., Ἡσύχ.), [[οἴνη]] Νικ. Θηρ. 622, πρβλ. Γρηγορ. Ναζ. Ποιήμ. 4. 124· τροφὴ Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 576. ― Ἐπίρρ. -ίως, αἰφνιδίως, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 2· ἀμελῶς, ἄρτος σχ. ὠπτημένος Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἁλιέα 45· ματαίως, Ἄρατ. 1154.
|lstext='''σχέδιος''': -α, -ον, ([[σχεδόν]]). Ι. ἐπὶ τόπου, [[πλησίος]], σχέδια βέλη, ὅπλα χρήσιμα πρὸς τὴν ἐκ τοῦ [[συστάδην]] μάχην, Αἰσχύλ. Χο. 162· σχ. [[δόρυ]] Ἀριστ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 311· ἐν μάχῃ Συλλ. Ἐπιγρ. 3557. 3, πρβλ. [[σχεδίην]], [[αὐτοσχέδιος]]. 2) [[ἐπιμελής]], [[προσεκτικός]], [[ἱππασία]] Πολυδ. Α΄, 214. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[αἰφνίδιος]], [[ἀπροσδόκητος]], αἰτίη, [[πρόφασις]], [[πόνος]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7, κλπ.· ἐπὶ σχεδίου, ὡς ἐπίρρ., [[αὐτόθι]] 2. 6· ― ὁ ἐκ τοῦ προχείρου, [[πρόχειρος]], Λατιν. extemporalis, [[ποτὸν]] Ἀνθ. Π. 11. 64· [[λόγος]] Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18, κλπ.· σχέδιον, τό, [[λόγος]] ἐκ τοῦ προχείρου, impromptu, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 422. 2) πεπραγμένος ἢ πεποιημένος ἐκ τοῦ προχείρου, [[πρόχειρος]], [[συνήθης]], (= [[εὐτελής]], Φώτ., Ἡσύχ.), [[οἴνη]] Νικ. Θηρ. 622, πρβλ. Γρηγορ. Ναζ. Ποιήμ. 4. 124· τροφὴ Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 576. ― Ἐπίρρ. -ίως, αἰφνιδίως, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 2· ἀμελῶς, ἄρτος σχ. ὠπτημένος Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἁλιέα 45· ματαίως, Ἄρατ. 1154.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />proche ; qui sert à combattre de près.<br />'''Étymologie:''' [[σχεδόν]] ; v. [[σχεδία]], [[σχεδίην]].
}}
}}
{{grml
{{grml