Anonymous

σωματοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] 1) körperlich machen, bes. den Körper durch Leibesübungen fest, derb machen, auch Einem den erforderlichen Lebensunterhalt reichen, ihn ernähren, mit dem acc. der Person, D. L. 2, 138; übh. verstärken, vergrößern, τὸ [[ἔθνος]], τὴν βασιλείαν u. ä., Pol. 2, 45, 6. 16, 1, 9. 22, 26, 1 u. sonst, auch πᾶσαν ἐλπίδα. – 2) verkörpern, personificiren, Gramm. – 3) einen Körper, zu einem Ganzen machen, Schol. Eur. Phoen. 789.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] 1) körperlich machen, bes. den Körper durch Leibesübungen fest, derb machen, auch Einem den erforderlichen Lebensunterhalt reichen, ihn ernähren, mit dem acc. der Person, D. L. 2, 138; übh. verstärken, vergrößern, τὸ [[ἔθνος]], τὴν βασιλείαν u. ä., Pol. 2, 45, 6. 16, 1, 9. 22, 26, 1 u. sonst, auch πᾶσαν ἐλπίδα. – 2) verkörpern, personificiren, Gramm. – 3) einen Körper, zu einem Ganzen machen, Schol. Eur. Phoen. 789.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> créer un corps :<br /><b>1</b> former un corps <i>ou</i> des corps;<br /><b>2</b> revêtir d'un corps, personnifier;<br /><b>II.</b> rendre corpulent, rendre gros, fort ; <i>fig.</i> fortifier, donner de la force à, acc. ; exalter, amplifier;<br /><b>III.</b> réunir en un corps, donner de la cohésion à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σωματοποιέω''': μεταποιῶ εἰς [[σῶμα]], [[κάμνω]] τι νὰ γίνῃ [[σῶμα]], [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 730. 2) ποιῶ ἐν σωματικῇ μορφῇ, τὸν Ἔρωτα Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 87. 3) προσωποποιῶ, Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 133, κλπ. ΙΙ. ποιῶ τι ὅμοιον πρὸς [[σῶμα]], στερεοποιῶ, διοργανῶ, τὸ [[ἔθνος]] Πολύβ. 2. 45, 6, πρβλ. Διόδ. 11. 86, Διογ. Λ. 2. 138· [[κάμνω]] ἓν ὅλον, σ. τὰ κεχωρισμένα Ἀρτεμίδ. 4 ἐν τῷ προοιμίῳ σ. τὴν διαίρεσιν, τὴν φράσιν Ρήτορες (Walz) τ. 7, σ. 60, 791. - Παθ., Λογγῖν. 40. 1. ΙΙΙ. [[παρέχω]] σωματικὴν δύναμιν, ἀναζωογονῶ, [[ἀναπαύω]], τοὺς ἵππους Πολύβ. 3. 87, 3· μεταφορ., ἀναζωογονῶ, ζωοποιῶ, τὰς ψυχάς, τὴν ἐλπίδα ὁ αὐτ. 3. 90, 4, Ἑλλ. Ἀποσπ. 123· τὰς ὁρμὰς Διόδ. 18. 10· - ἐξυψῶ, ἐξυμνῶ, [[μεγαλύνω]], πράξεις Πολύβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 58.
|lstext='''σωματοποιέω''': μεταποιῶ εἰς [[σῶμα]], [[κάμνω]] τι νὰ γίνῃ [[σῶμα]], [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 730. 2) ποιῶ ἐν σωματικῇ μορφῇ, τὸν Ἔρωτα Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 87. 3) προσωποποιῶ, Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 133, κλπ. ΙΙ. ποιῶ τι ὅμοιον πρὸς [[σῶμα]], στερεοποιῶ, διοργανῶ, τὸ [[ἔθνος]] Πολύβ. 2. 45, 6, πρβλ. Διόδ. 11. 86, Διογ. Λ. 2. 138· [[κάμνω]] ἓν ὅλον, σ. τὰ κεχωρισμένα Ἀρτεμίδ. 4 ἐν τῷ προοιμίῳ σ. τὴν διαίρεσιν, τὴν φράσιν Ρήτορες (Walz) τ. 7, σ. 60, 791. - Παθ., Λογγῖν. 40. 1. ΙΙΙ. [[παρέχω]] σωματικὴν δύναμιν, ἀναζωογονῶ, [[ἀναπαύω]], τοὺς ἵππους Πολύβ. 3. 87, 3· μεταφορ., ἀναζωογονῶ, ζωοποιῶ, τὰς ψυχάς, τὴν ἐλπίδα ὁ αὐτ. 3. 90, 4, Ἑλλ. Ἀποσπ. 123· τὰς ὁρμὰς Διόδ. 18. 10· - ἐξυψῶ, ἐξυμνῶ, [[μεγαλύνω]], πράξεις Πολύβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 58.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> créer un corps :<br /><b>1</b> former un corps <i>ou</i> des corps;<br /><b>2</b> revêtir d'un corps, personnifier;<br /><b>II.</b> rendre corpulent, rendre gros, fort ; <i>fig.</i> fortifier, donner de la force à, acc. ; exalter, amplifier;<br /><b>III.</b> réunir en un corps, donner de la cohésion à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm