Anonymous

τρίδουλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1142.png Seite 1142]] dreifacher Sklave, Sklave durch drei Geschlechter, Soph. O. R. 1063; Erzsklave, Jac. Ach. Tat. p. 923; Lob. Aglaoph. p. 764.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1142.png Seite 1142]] dreifacher Sklave, Sklave durch drei Geschlechter, Soph. O. R. 1063; Erzsklave, Jac. Ach. Tat. p. 923; Lob. Aglaoph. p. 764.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />né de parents esclaves depuis trois générations.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[δοῦλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίδουλος''': -ον, [[δοῦλος]] ἐκ τριῶν γενεῶν, τρὶς [[δοῦλος]], γεννηθεὶς ἐκ μητρὸς δούλης, ἧς ἡ [[μήτηρ]] καὶ [[προμήτωρ]] ἦσαν [[ἐπίσης]] δοῦλαι, οὐδ’ ἐὰν τρίτης... μητρὸς φανῶ [[τρίδουλος]] Σοφ. Ο. Τ. 1063· «Πιθονίκην... ἣ Βακχίδος μὲν ἦν [[δούλη]] τῆς αὐλητρίδος, [[ἐκείνη]] δὲ Σινώπης τῆς Θρᾴττης... [[ὥστε]] γενέσθαι μὴ μόνον τρίδουλον, ἀλλὰ καὶ τρίπορνον αὐτὴν» Θεοπόμπου Ἀποσπ. 277 (ἔκδ. Muller 1. 325), ἴδε [[τριγονία]]. ΙΙ. [[ζεῦγος]] τρίδουλον, [[τρεῖς]] δοῦλοι, «Ἀριστοφάνης Ὥραις καταχρηστικῶς ἐπὶ τῶν τριῶν τὸ [[ζεῦγος]] ἔθηκε, [[ζεῦγος]] τρίδουλον» Ἡσύχ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 484), [[τριπάρθενος]].
|lstext='''τρίδουλος''': -ον, [[δοῦλος]] ἐκ τριῶν γενεῶν, τρὶς [[δοῦλος]], γεννηθεὶς ἐκ μητρὸς δούλης, ἧς ἡ [[μήτηρ]] καὶ [[προμήτωρ]] ἦσαν [[ἐπίσης]] δοῦλαι, οὐδ’ ἐὰν τρίτης... μητρὸς φανῶ [[τρίδουλος]] Σοφ. Ο. Τ. 1063· «Πιθονίκην... ἣ Βακχίδος μὲν ἦν [[δούλη]] τῆς αὐλητρίδος, [[ἐκείνη]] δὲ Σινώπης τῆς Θρᾴττης... [[ὥστε]] γενέσθαι μὴ μόνον τρίδουλον, ἀλλὰ καὶ τρίπορνον αὐτὴν» Θεοπόμπου Ἀποσπ. 277 (ἔκδ. Muller 1. 325), ἴδε [[τριγονία]]. ΙΙ. [[ζεῦγος]] τρίδουλον, [[τρεῖς]] δοῦλοι, «Ἀριστοφάνης Ὥραις καταχρηστικῶς ἐπὶ τῶν τριῶν τὸ [[ζεῦγος]] ἔθηκε, [[ζεῦγος]] τρίδουλον» Ἡσύχ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 484), [[τριπάρθενος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />né de parents esclaves depuis trois générations.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[δοῦλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml