Anonymous

τρίδουλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />né de parents esclaves depuis trois générations.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[δοῦλος]].
|btext=ος, ον :<br />né de parents esclaves depuis trois générations.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[δοῦλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρίδουλος''': -ον, [[δοῦλος]] ἐκ τριῶν γενεῶν, τρὶς [[δοῦλος]], γεννηθεὶς ἐκ μητρὸς δούλης, ἧς ἡ [[μήτηρ]] καὶ [[προμήτωρ]] ἦσαν [[ἐπίσης]] δοῦλαι, οὐδ’ ἐὰν τρίτης... μητρὸς φανῶ [[τρίδουλος]] Σοφ. Ο. Τ. 1063· «Πιθονίκην... ἣ Βακχίδος μὲν ἦν [[δούλη]] τῆς αὐλητρίδος, [[ἐκείνη]] δὲ Σινώπης τῆς Θρᾴττης... [[ὥστε]] γενέσθαι μὴ μόνον τρίδουλον, ἀλλὰ καὶ τρίπορνον αὐτὴν» Θεοπόμπου Ἀποσπ. 277 (ἔκδ. Muller 1. 325), ἴδε [[τριγονία]]. ΙΙ. [[ζεῦγος]] τρίδουλον, [[τρεῖς]] δοῦλοι, «Ἀριστοφάνης Ὥραις καταχρηστικῶς ἐπὶ τῶν τριῶν τὸ [[ζεῦγος]] ἔθηκε, [[ζεῦγος]] τρίδουλον» Ἡσύχ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 484), [[τριπάρθενος]].
|elnltext=τρίδουλος -ον [τρι -, δοῦλος] slaaf tot in de derde generatie.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίδουλος:''' (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> [[являющийся рабом в третьем поколении]], [[потомственный раб]] Soph.;<br /><b class="num">2)</b> [[состоящий из трех рабов]] ([[ζεῦγος]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τρίδουλος:''' -ον, [[δούλος]] από [[τρεις]] γενιές, γεννημένος από [[μητέρα]] [[δούλη]], της οποίας η [[μητέρα]] και η προμητέρα ήταν επίσης δούλες, σε Σοφ.
|lsmtext='''τρίδουλος:''' -ον, [[δούλος]] από [[τρεις]] γενιές, γεννημένος από [[μητέρα]] [[δούλη]], της οποίας η [[μητέρα]] και η προμητέρα ήταν επίσης δούλες, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρίδουλος:''' (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> [[являющийся рабом в третьем поколении]], [[потомственный раб]] Soph.;<br /><b class="num">2)</b> [[состоящий из трех рабов]] ([[ζεῦγος]] Arph.).
|lstext='''τρίδουλος''': -ον, [[δοῦλος]] ἐκ τριῶν γενεῶν, τρὶς [[δοῦλος]], γεννηθεὶς ἐκ μητρὸς δούλης, ἧς ἡ [[μήτηρ]] καὶ [[προμήτωρ]] ἦσαν [[ἐπίσης]] δοῦλαι, οὐδ’ ἐὰν τρίτης... μητρὸς φανῶ [[τρίδουλος]] Σοφ. Ο. Τ. 1063· «Πιθονίκην... ἣ Βακχίδος μὲν ἦν [[δούλη]] τῆς αὐλητρίδος, [[ἐκείνη]] δὲ Σινώπης τῆς Θρᾴττης... [[ὥστε]] γενέσθαι μὴ μόνον τρίδουλον, ἀλλὰ καὶ τρίπορνον αὐτὴν» Θεοπόμπου Ἀποσπ. 277 (ἔκδ. Muller 1. 325), ἴδε [[τριγονία]]. ΙΙ. [[ζεῦγος]] τρίδουλον, [[τρεῖς]] δοῦλοι, «Ἀριστοφάνης Ὥραις καταχρηστικῶς ἐπὶ τῶν τριῶν τὸ [[ζεῦγος]] ἔθηκε, [[ζεῦγος]] τρίδουλον» Ἡσύχ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 484), [[τριπάρθενος]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρίδουλος -ον [τρι -, δοῦλος] slaaf tot in de derde generatie.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρί-δουλος, ον,<br />a [[slave]] [[through]] [[three]] generations, [[thrice]] a [[slave]], Soph.
|mdlsjtxt=τρί-δουλος, ον,<br />a [[slave]] [[through]] [[three]] generations, [[thrice]] a [[slave]], Soph.
}}
}}