Anonymous

τρίοδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1145.png Seite 1145]] ἡ, = [[τριοδία]], Dreiweg; Pind. P. 11, 38; Theogn.; Aesch. frg. 161; Eur. Suppl. 1211; Plat. Gorg. 524 a u. öfter, u. Folgde; ἐκ τριόδου, vom Dreiwege, aus dem gemeinen Leben, Luc. Peregr. 3 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. p. 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1145.png Seite 1145]] ἡ, = [[τριοδία]], Dreiweg; Pind. P. 11, 38; Theogn.; Aesch. frg. 161; Eur. Suppl. 1211; Plat. Gorg. 524 a u. öfter, u. Folgde; ἐκ τριόδου, vom Dreiwege, aus dem gemeinen Leben, Luc. Peregr. 3 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. p. 38.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />place commune où trois routes aboutissent, carrefour ; lieu de réunion des oisifs, des charlatans ; [[ἐκ]] τριόδου LUC du carrefour, <i>càd</i> trivial, commun.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]] [[ὁδός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίοδος''': ἡ, = [[τριοδία]], [[μέρος]] [[ἔνθα]] [[τρεῖς]] ὁδοὶ συναντῶνται, Λατιν. trivium, Θέογν. 907, Πινδ. Π. 11. 59 ([[ἔνθα]] ὁ πληθ. κεῖται ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ, ἴδε Böckh ἐν τόπῳ (38), πρβλ. Μόσχ. 1. 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 989. 2)· [[τροχήλατος]] σχιστῆς κελεύθου [[τρίοδος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 1212, Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 1. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 23, Πλάτ., κλπ. 2) Ἡ [[Ἑκάτη]] ἐλατρεύετο ἐν τριόδῳ ([[ὅθεν]] Λατ. Trivia), Σοφ. Ἀποσπ. 480· ἁ θεὸς τριόδοισι Θεόκρ. 2. 36· ἦσαν δὲ αἱ τρίοδοι τὰ μέρη εἰς ἃ ἐσύχναζον οἱ προλέγοντες τὴν τύχην καὶ οἱ ὀκνηροὶ τῶν πολιτῶν, Θεοφρ. Χαρ. 16, Ἀριστείδ. 1. 259 - [[ἐντεῦθεν]] οἷος ἐκ τριόδου, δηλ. [[χυδαῖος]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16, κτλ.· λοιδορίαι ἐξ ἐργαστηρίων καὶ τριόδων Δίων Κ. 46. 4· τρίοδοί τινες... πρὸς ἀλήθειαν ἐγένοντο Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε· πρβλ. [[τριοδίτης]], -ῖτις, καὶ ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 38. 3) παροιμιῶδες [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἀμφιβολίᾳ ὄντων, μὴ γινωσκόντων τί νὰ πράξωσιν, ἐν τριόδῳ δ’ [[ἕστηκα]] Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[στάς]]..., [[ὥσπερ]] ἐν τριόδῳ γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 799C· ἐν τριόδῳ [[εἰμὶ]] Παροιμιογράφοι.
|lstext='''τρίοδος''': ἡ, = [[τριοδία]], [[μέρος]] [[ἔνθα]] [[τρεῖς]] ὁδοὶ συναντῶνται, Λατιν. trivium, Θέογν. 907, Πινδ. Π. 11. 59 ([[ἔνθα]] ὁ πληθ. κεῖται ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ, ἴδε Böckh ἐν τόπῳ (38), πρβλ. Μόσχ. 1. 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 989. 2)· [[τροχήλατος]] σχιστῆς κελεύθου [[τρίοδος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 1212, Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 1. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 23, Πλάτ., κλπ. 2) Ἡ [[Ἑκάτη]] ἐλατρεύετο ἐν τριόδῳ ([[ὅθεν]] Λατ. Trivia), Σοφ. Ἀποσπ. 480· ἁ θεὸς τριόδοισι Θεόκρ. 2. 36· ἦσαν δὲ αἱ τρίοδοι τὰ μέρη εἰς ἃ ἐσύχναζον οἱ προλέγοντες τὴν τύχην καὶ οἱ ὀκνηροὶ τῶν πολιτῶν, Θεοφρ. Χαρ. 16, Ἀριστείδ. 1. 259 - [[ἐντεῦθεν]] οἷος ἐκ τριόδου, δηλ. [[χυδαῖος]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16, κτλ.· λοιδορίαι ἐξ ἐργαστηρίων καὶ τριόδων Δίων Κ. 46. 4· τρίοδοί τινες... πρὸς ἀλήθειαν ἐγένοντο Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε· πρβλ. [[τριοδίτης]], -ῖτις, καὶ ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 38. 3) παροιμιῶδες [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἀμφιβολίᾳ ὄντων, μὴ γινωσκόντων τί νὰ πράξωσιν, ἐν τριόδῳ δ’ [[ἕστηκα]] Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[στάς]]..., [[ὥσπερ]] ἐν τριόδῳ γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 799C· ἐν τριόδῳ [[εἰμὶ]] Παροιμιογράφοι.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />place commune où trois routes aboutissent, carrefour ; lieu de réunion des oisifs, des charlatans ; [[ἐκ]] τριόδου LUC du carrefour, <i>càd</i> trivial, commun.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]] [[ὁδός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater