Anonymous

τρίοδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ἡ) :<br />place commune où trois routes aboutissent, carrefour ; lieu de réunion des oisifs, des charlatans ; [[ἐκ]] τριόδου LUC du carrefour, <i>càd</i> trivial, commun.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]] [[ὁδός]].
|btext=ου (ἡ) :<br />place commune où trois routes aboutissent, carrefour ; lieu de réunion des oisifs, des charlatans ; [[ἐκ]] τριόδου LUC du carrefour, <i>càd</i> trivial, commun.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]] [[ὁδός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρίοδος''': , = [[τριοδία]], [[μέρος]] [[ἔνθα]] [[τρεῖς]] ὁδοὶ συναντῶνται, Λατιν. trivium, Θέογν. 907, Πινδ. Π. 11. 59 ([[ἔνθα]] ὁ πληθ. κεῖται ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ, ἴδε Böckh ἐν τόπῳ (38), πρβλ. Μόσχ. 1. 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 989. 2)· [[τροχήλατος]] σχιστῆς κελεύθου [[τρίοδος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 1212, Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 1. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 23, Πλάτ., κλπ. 2) Ἡ [[Ἑκάτη]] ἐλατρεύετο ἐν τριόδῳ ([[ὅθεν]] Λατ. Trivia), Σοφ. Ἀποσπ. 480· ἁ θεὸς τριόδοισι Θεόκρ. 2. 36· ἦσαν δὲ αἱ τρίοδοι τὰ μέρη εἰς ἃ ἐσύχναζον οἱ προλέγοντες τὴν τύχην καὶ οἱ ὀκνηροὶ τῶν πολιτῶν, Θεοφρ. Χαρ. 16, Ἀριστείδ. 1. 259 - [[ἐντεῦθεν]] οἷος ἐκ τριόδου, δηλ. [[χυδαῖος]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16, κτλ.· λοιδορίαι ἐξ ἐργαστηρίων καὶ τριόδων Δίων Κ. 46. 4· τρίοδοί τινες... πρὸς ἀλήθειαν ἐγένοντο Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε· πρβλ. [[τριοδίτης]], -ῖτις, καὶ ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 38. 3) παροιμιῶδες [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἀμφιβολίᾳ ὄντων, μὴ γινωσκόντων τί νὰ πράξωσιν, ἐν τριόδῳ δ’ [[ἕστηκα]] Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[στάς]]..., [[ὥσπερ]] ἐν τριόδῳ γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 799C· ἐν τριόδῳ [[εἰμὶ]] Παροιμιογράφοι.
|elnltext=τρίοδος -ου, ἡ [τρι -, ὁδός] driesprong; overdr. οἷα ἐκ τριόδου als van de straat, alledaags; spreekw.: ἐν τριόδῳ γενόμενος op een driesprong (d.w.z. in verwarring) geraakt Plat. Lg. 799c.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίοδος:''' (ῐ) ἡ распутье трех дорог, перекресток Pind., Trag., Arph., Plat.: ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι Theocr. = [[Ἑκάτη]]; [[ὥσπερ]] ἐν τριόδῳ γενόμενος Plat. словно оказавшись на распутье; ἐκ τριόδου Luc. на (всех) перекрестках; [[οἷα]] ἐκ τριόδου Luc. (выражения), которые слышатся на перекрестках, т. е. вульгаризмы.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''τρίοδος:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[μέρος]] όπου συναντώνται [[τρεις]] δρόμοι, Λατ. [[trivium]], σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> η Εκάτη, Λατ. [[Trivia]], <i>ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι</i>, σε Θεόκρ.· [[οἷος]] ἐκ τριόδου, δηλ. [[χυδαίος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''τρίοδος:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[μέρος]] όπου συναντώνται [[τρεις]] δρόμοι, Λατ. [[trivium]], σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> η Εκάτη, Λατ. [[Trivia]], <i>ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι</i>, σε Θεόκρ.· [[οἷος]] ἐκ τριόδου, δηλ. [[χυδαίος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρίοδος:''' () ἡ распутье трех дорог, перекресток Pind., Trag., Arph., Plat.: ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι Theocr. = [[Ἑκάτη]]; [[ὥσπερ]] ἐν τριόδῳ γενόμενος Plat. словно оказавшись на распутье; ἐκ τριόδου Luc. на (всех) перекрестках; [[οἷα]] ἐκ τριόδου Luc. (выражения), которые слышатся на перекрестках, т. е. вульгаризмы.
|lstext='''τρίοδος''': ἡ, = [[τριοδία]], [[μέρος]] [[ἔνθα]] [[τρεῖς]] ὁδοὶ συναντῶνται, Λατιν. trivium, Θέογν. 907, Πινδ. Π. 11. 59 ([[ἔνθα]] ὁ πληθ. κεῖται ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ, ἴδε Böckh ἐν τόπῳ (38), πρβλ. Μόσχ. 1. 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 989. 2)· [[τροχήλατος]] σχιστῆς κελεύθου [[τρίοδος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 1212, Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 1. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 23, Πλάτ., κλπ. 2) Ἡ [[Ἑκάτη]] ἐλατρεύετο ἐν τριόδῳ ([[ὅθεν]] Λατ. Trivia), Σοφ. Ἀποσπ. 480· ἁ θεὸς τριόδοισι Θεόκρ. 2. 36· ἦσαν δὲ αἱ τρίοδοι τὰ μέρη εἰς ἃ ἐσύχναζον οἱ προλέγοντες τὴν τύχην καὶ οἱ ὀκνηροὶ τῶν πολιτῶν, Θεοφρ. Χαρ. 16, Ἀριστείδ. 1. 259 - [[ἐντεῦθεν]] οἷος ἐκ τριόδου, δηλ. [[χυδαῖος]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16, κτλ.· λοιδορίαι ἐξ ἐργαστηρίων καὶ τριόδων Δίων Κ. 46. 4· τρίοδοί τινες... πρὸς ἀλήθειαν ἐγένοντο Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε· πρβλ. [[τριοδίτης]], -ῖτις, καὶ ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 38. 3) παροιμιῶδες [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἀμφιβολίᾳ ὄντων, μὴ γινωσκόντων τί νὰ πράξωσιν, ἐν τριόδῳ δ’ [[ἕστηκα]] Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[στάς]]..., [[ὥσπερ]] ἐν τριόδῳ γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 799C· ἐν τριόδῳ [[εἰμὶ]] Παροιμιογράφοι.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίοδος -ου, [τρι -, ὁδός] driesprong; overdr. οἷα ἐκ τριόδου als van de straat, alledaags; spreekw.: ἐν τριόδῳ γενόμενος op een driesprong (d.w.z. in verwarring) geraakt Plat. Lg. 799c.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj