Anonymous

φαῦλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1259.png Seite 1259]] auch zweier Endgn, Eur. Hipp. 435 u. Thuc. 6, 21, [[schlecht]], schlimm, böse; [[δαίμων]] Theogn. 163; Her. 1, 126, der sonst immer die ion. Form [[φλαῦρος]] hat; moralisch schlecht, schändlich, bes. vom Krieger = feig, Eur. I. T. 305 u. öfter; häßlich, Ar. Eccl. 617; Ggstz von [[σπουδαῖος]], Isocr. 1, 1; vgl. Xen. Cyr. 2, 2,24; u. von [[ἀγαθός]], Plat. Prot. 327 c; καὶ [[μοχθηρός]] Gorg. 486 b; mit einem acc. der nähern Bestimmung, οἱ φαῦλοι τὰ γράμματα Phaedr. 242 c; u. c. inf., Prot. 336 c; Ggstz [[σοφός]], Conv. 174 u. Eur. Phoen. 496; Ggstz ξυνετώτεροι, Thuc. 3, 37, vgl. 83. – Uebh. was nicht so ist, wie es sein soll; [[τείχισμα]] Thuc. 4, 115, vgl. 4, 9; [[στρατιά]], geringes Heer, 6, 21; φαύλως ἔχοντα τὰ εἰρημένα, was nicht überzeugt, Isocr. 4, 6; καὶ ἀγεννὴς [[κύων]] Dem. 26, 22; τὰ πλεῖστα τῆς χώρας φαῦλα καὶ ἀγεννῆ Plut. Sol. 22; παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαι, gering schätzen, verachten, D. Hal. rhet. 4, 2; φαῦλον [[πρᾶγμα]] Xen. An. 6, 4,12. – Häufig aber ohne bes. Tadel; bes. οὐ φαῦλον, non mediocris, vgl. Plat. Theaet. 151 e; einfach, unbedeutend, wenig Umstände erfordernd, leicht, τὰ φαῦλα καὶ πρόχειρα Theaet. 147 a; τὸ [[ζήτημα]] οὐ φαῦλον, ἀλλὰ ὀξὺ βλέποντος Rep. II, 368 c; Gsgtz [[χαλεπός]], VII, 527 d; dah. auch wohlfeil, im Ggstz zum Kostbaren, Ausgesuchten, Sp.; φαύλως φέρειν, gleichgültig ertragen, ohne viel Aufhebens davon zu machen, Eur. I. A. 850; Ar. Av. 961; φαύλως παιδεύειν, schlicht, einfach erziehen, Xen. oec. 13, 4; ἀποκρίνασθαι, Plat. Theaet. 147 c. – Auch = leichtsinnig, die Dinge zu leicht nehmend; φαῦλον Ggstz von [[πάνυ]] ἀκριβές Thuc. 6, 18; φαύλως ἐκρίνατε Aesch. Pers. 512, schlecht; φαυλότατα καὶ ῥᾷστα vrbdt Ar. Nubb. 768; φαύλως ἀποδιδράσκειν, leicht entfliehen, Ach. 220; Th. 711. – Vgl. [[φλαῦρος]], φαῦρος, [[παῦρος]], paulus, faul, flau.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1259.png Seite 1259]] auch zweier Endgn, Eur. Hipp. 435 u. Thuc. 6, 21, [[schlecht]], schlimm, böse; [[δαίμων]] Theogn. 163; Her. 1, 126, der sonst immer die ion. Form [[φλαῦρος]] hat; moralisch schlecht, schändlich, bes. vom Krieger = feig, Eur. I. T. 305 u. öfter; häßlich, Ar. Eccl. 617; Ggstz von [[σπουδαῖος]], Isocr. 1, 1; vgl. Xen. Cyr. 2, 2,24; u. von [[ἀγαθός]], Plat. Prot. 327 c; καὶ [[μοχθηρός]] Gorg. 486 b; mit einem acc. der nähern Bestimmung, οἱ φαῦλοι τὰ γράμματα Phaedr. 242 c; u. c. inf., Prot. 336 c; Ggstz [[σοφός]], Conv. 174 u. Eur. Phoen. 496; Ggstz ξυνετώτεροι, Thuc. 3, 37, vgl. 83. – Uebh. was nicht so ist, wie es sein soll; [[τείχισμα]] Thuc. 4, 115, vgl. 4, 9; [[στρατιά]], geringes Heer, 6, 21; φαύλως ἔχοντα τὰ εἰρημένα, was nicht überzeugt, Isocr. 4, 6; καὶ ἀγεννὴς [[κύων]] Dem. 26, 22; τὰ πλεῖστα τῆς χώρας φαῦλα καὶ ἀγεννῆ Plut. Sol. 22; παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαι, gering schätzen, verachten, D. Hal. rhet. 4, 2; φαῦλον [[πρᾶγμα]] Xen. An. 6, 4,12. – Häufig aber ohne bes. Tadel; bes. οὐ φαῦλον, non mediocris, vgl. Plat. Theaet. 151 e; einfach, unbedeutend, wenig Umstände erfordernd, leicht, τὰ φαῦλα καὶ πρόχειρα Theaet. 147 a; τὸ [[ζήτημα]] οὐ φαῦλον, ἀλλὰ ὀξὺ βλέποντος Rep. II, 368 c; Gsgtz [[χαλεπός]], VII, 527 d; dah. auch wohlfeil, im Ggstz zum Kostbaren, Ausgesuchten, Sp.; φαύλως φέρειν, gleichgültig ertragen, ohne viel Aufhebens davon zu machen, Eur. I. A. 850; Ar. Av. 961; φαύλως παιδεύειν, schlicht, einfach erziehen, Xen. oec. 13, 4; ἀποκρίνασθαι, Plat. Theaet. 147 c. – Auch = leichtsinnig, die Dinge zu leicht nehmend; φαῦλον Ggstz von [[πάνυ]] ἀκριβές Thuc. 6, 18; φαύλως ἐκρίνατε Aesch. Pers. 512, schlecht; φαυλότατα καὶ ῥᾷστα vrbdt Ar. Nubb. 768; φαύλως ἀποδιδράσκειν, leicht entfliehen, Ach. 220; Th. 711. – Vgl. [[φλαῦρος]], φαῦρος, [[παῦρος]], paulus, faul, flau.
}}
{{bailly
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br />de qualité inférieure :<br /><b>A.</b> <i>avec idée de blâme</i> :<br /><b>I.</b> laid;<br /><b>II.</b> méchant, malveillant ; τὸ φαῦλον EUR le mal;<br /><b>III.</b> défectueux : [[ἵππος]] XÉN cheval défectueux ; [[φαῦλος]] τὴν γνώμην THC qui a une intelligence vulgaire ; [[φαῦλος]] μάχεσθαι EUR impropre à combattre;<br /><b>IV.</b> de peu de prix :<br /><b>1</b> vil, commun : φαῦλα σιτία XÉN aliments grossiers ; φαῦλον [[ἱμάτιον]] XÉN vêtement commun ; φαῦλαι ἀσπίδες THC mauvais boucliers;<br /><b>2</b> insignifiant, sans importance : [[οὐ]] φαῦλον [[πρᾶγμα]] XÉN affaire non sans importance;<br /><b>3</b> léger, insouciant, frivole ; τὸ φαῦλον THC la nature frivole <i>ou</i> insouciante de la jeunesse;<br /><b>4</b> négligent, indolent, paresseux;<br /><b>B.</b> <i>sans idée de blâme</i> :<br /><b>I.</b> d'un rang inférieur ; [[οἱ]] φαυλότατοι THC les soldats de dernière classe;<br /><b>II.</b> simple :<br /><b>1</b> non compliqué;<br /><b>2</b> facile, aisé, commode ; [[οὐ]] φαῦλον PLAT chose non facile;<br /><i>Cp.</i> φαυλότερος, <i>Sp.</i> φαυλότατος.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> vilis.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φαῦλος''': -η, -ον, καὶ ος, ον Εὐρ. Ἱππ. 435, Ἀποσπ. 1068. 8, Θουκ. 6. 21· (πρβλ. [[φλαῦρος]]). Κυρίως σημαίνει ἔλλειψιν φροντίδος ἢ ἀξίας, ἐπί τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἐν χρήσει [[κυρίως]] πρῶτον παρ’ Εὐρίπ.· [[διότι]] παρὰ Θεόγν. 163, ἤδη ἐκ διορθώσεως φέρεται δειλῷ· παρ’ Ἡροδ. ἐπικρατεῖ ὁ [[τύπος]] [[φλαῦρος]] (εἰ καὶ μένει τὸ [[φαῦλος]] ἐν 1. 26 καὶ 126)· φαύλως ἀπαντᾷ μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλῳ καὶ [[φαῦλος]] ἐν δυσὶν ἀποσπάσματι τοῦ Σοφ. Ι. ἐπὶ πραγμάτων, [[εὔκολος]], [[ἐλαφρός]], [[μικρός]], φαῦλον ἀθλήσας πόνον Εὐρ. Ἱκ. 317· φαυλότατον [[ἔργον]], εὐκολώτατον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 213, πρβλ. Λυσίαν 14· τὸ [[ζήτημα]] οὐ φ. Πλάτ. Πολ. 368C· φ. [[ἐρώτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 19Α· οὐ φ., ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῦσαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 527D, πρβλ. 423C· καὶ συχν. μετὰ τοῦ οὐ, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179D, κ. ἀλλ.· οὐ φ. [ἐστι] βασιλέα κτανεῖν, δὲν [[εἶναι]] μικρὸν [[πρᾶγμα]] νὰ φονεύσῃ τις βασιλέα, Εὐρ. Ἠλ. 760· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., φαύλως κρίνειν, ἐλαφρῶς κρίνειν τι, μὴ θεωρεῖν αὐτὸ σπουδαῖον, ὑμεῖς δὲ φαύλως αὔτ’ [[ἄγαν]] ἐκρίνατε Αἰσχύλ. Πέρσ. 520· [[εἴθε]] φαύλως, [[ὥσπερ]] εὗρες, ἐκβάλοις τὴν ἔνθεσιν, [[εἴθε]] [[οὕτως]] εὐκόλως, [[ὥσπερ]] ἐπέτυχες, ἐκβάλῃς τὴν ἔνθεσιν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 404· οὐκ ἂν φαύλως ἔτυχεν τούτου, οὐκ ἂν εὐχερῶς ἔτυχε τούτου, [[αὐτόθι]] 509, φ. [[πάνυ]] ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 566· φ. ἀποδιδράσκειν, ἐκφεύγειν, εὐχερῶς, [[ἄνευ]] πολλοῦ κόπου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 215, ἐν Θεσμ. 711· φαύλότατα καὶ ῥᾷστα ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 778· ― οὕτω καί, παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαί τι Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 4. 2. 2) [[μηδαμινός]], «πρόστυχος», [[εὐτελής]], [[μικρός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, [[δίαιτα]] Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 775, Εὐρ. Ἀποσπ. 212· σιτία, ποτὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· στρατιὰ Θουκ. 6. 21· ἀσπίδες, [[τείχισμα]] ὁ αὐτ. 4. 9, 115· [[ἱμάτιον]] Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐ φ. πληγαὶ Δημ. 1261. 5· φιλοῦσιν ἰατροὶ λέγειν τὰ φαῦλα μείζω Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 3· φαῦλα ἐπιφέρειν, μικρὰς κατηγορίας, Ἡρόδ. 1. 26· τὰ φ. [[νικᾶν]], μικρὰς νίκας, Σοφ. Ἀποσπ. 39· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., [[οὔτι]] φαύλως ἦλθε, οὐχὶ μετὰ μικρᾶς δυνάμεως, Εὐρ. Φοίν. 111· φ. βοηθεῖν Δημ. 150. 29· [[ἐπειδὴ]] δὲ αὑτῷ τὰς πρὸς σωτηρίαν ἐλπίδας φαύλως ἔχειν ὑπώπτευεν, [[ἐπειδὴ]] δὲ ὑπώπτευεν ὅτι αἱ πρὸς σωτηρίαν [[αὐτοῦ]] ἐλπίδες ἦσαν μικραί, Ἡρῳδιαν. 1. 3. 3) [[ἐλεεινός]], κακός, λόγοι Εὐρ. Ἀνδρ. 870· [[ψόγος]] ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 94· οὐ φαύλῳ τρόπῳ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 599· οὐ φ. [[ὄψις]] Πλάτ. Πολ. 519Α· οὐ φ. [[τέχνη]] ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 223Β· φ. [[δόξα]] Δημ. 764. 3· τὰ πράγματα φαῦλα γέγονε ὁ αὐτ. 26. 22., 350. 10· φαῦλα διαπεπραγμένος Φιλήμων ἐν Ἀδήλοις 51D· ― τὸ φαῦλον, τὸ κακόν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 390. ― Ἐπίρρ., φαύλως διατρίβειν ἐν φιλοσοφίᾳ Πλάτ. Θεαίτ. 173C. II. ἐπὶ προσώπων, ταπεινὸς τὸ γένος ἢ τὴν τάξιν, πρόστυχος, Εὐρ. Ἀποσπ. 689· οἱ φαυλότατοι, οἱ τοῦ κοινοτάτου εἴδους (στρατιῶται), Θουκ. 6. 77· ὁ [[γάμος]] ἐκ τῶν φαυλοτέρων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐκ τῶν μειζόνων, Ξενοφ. Ἱέρων 1. 27, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 475Β· ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ φαινομένου, αἱ φαυλότεραι, αἱ ἀσχημότεραι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617. 626 2) ὁ [[ἄνευ]] ἀξίας, [[ἄθλιος]], [[ἀνάξιος]] λόγου, πρόστυχος, κακός, [[διδάσκαλος]] Σοφ. Ἀποσπ. 707· τὸ φαῦλον καὶ τὸ [[μέσον]] καὶ τὸ [[πάνυ]] ἀκριβὲς Θουκ. 6. 18 φ. [[αὐλητής]], [[τοξότης]], κλπ., Πλάτ. Πρωτ. 327C, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 194Α, κλπ.· οὐ φαύλων ἀνδρῶν, οὐδὲ τυχόντων ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 390D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σπουδαῖος]], Ἰσοκρ. 2Α, Πλάτ., κλπ., [[μάλιστα]] ὡς πρὸς τὴν παιδείαν καὶ τὴν ἱκανότητα, ἀντίθετον τῷ [[σοφός]], οἱ γὰρ ἐν σοφοῖς φαῦλοι παρ’ ὄχλῳ μουσικώτεροι λέγειν Εὐρ. Ἱππ. 988, πρβλ. Φοιν. 496, Ἴωνα 834, Πλάτ. Συμπ. 174C· τὸ [[πλῆθος]] τὸ φαυλότερον Εὐρ. Βάκχ. 430· οἱ φαυλότεροι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ξυνετώτεροι, Θουκ. 3. 37, πρβλ. 83· [[φαῦλος]] τὰ γράμματα Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 242C· μετ’ ἀπαρ., [[φαῦλος]] μάχεσθαι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 305· φ. λέγειν, φ. διαλεχθῆναι Πλάτ. Θεαίτ. 181Β, Πρωτ. 336C· ― ἐπὶ ζῴων, φ. [[κύων]] Δημ. 807. 4· φαυλότατοι ἵπποι Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 3) [[ἀμέριμνος]], [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἀδιάφορος]], Λατ. securus, Εὐρ. Μήδ. 807, κλπ.· ― [[μάλιστα]] ἐν τῷ ἐπιρρ., φαύλως κρίνειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 520· φ. εὕδειν Εὐρ. Ρῆσ. 769· οὐχ ὧδε φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1546· φ. παραινεῖν, ἐκ τοῦ προχείρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠρ. Μαιν. 89· φαύλως λογίσασθαι, προχείρως, ἐκ τοῦ προχείρου, γενικῶς, Ἀριστοφ. Σφ. 656· φαύλως εἰπεῖν, οὐχὶ ἀκριβῶς, Πλάτ. Πολ. 449C, Θεαίτ. 147C· φαύλως φέρειν, ὡς τὸ ῥᾳδίως φ., ὑποφέρειν εὐκόλως, [[ἄνευ]] πολλῶν δυσκολιῶν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 850, Ἀριστοφ. Ὄρν. 961 4) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἁπλοῦς]], [[ἀνεπιτήδευτος]], φαῦλον, ἄκομψον, τὰ μέγιστ’ ἀγαθὸν Εὐρ. Ἀποσπ. 476, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 483C, Ἀλκιβ. α΄, 129Α, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2, 363· ― φαύλως παιδεύειν τινὰ Ξεν. Οἰκον. 13. 4· φ. πεπαιδευμένος Πλάτ. Νόμ. 876D· πρβλ. [[φαυλότης]] 3. 5) ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ φαινομένου, [[ἀτημέλητος]], ἠμελημένος, ἄσχημος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617, 626, 702. 6) ἐπὶ ὑγείας, φαύλως ἔχω, εἶμαι [[ἀσθενής]], Ἱππ. Ἀφορ. 4245. ΙΙΙ. κατὰ Φώτ., «τεθείη δ’ ἂν καὶ ἐπὶ τοῦ μεγάλου· Σοφοκλῆς Αἰχμαλωτίσιν (Ἀποσπ. 36) “εἰ μικρὸς ὢν τὰ φαῦλα νικήσας ἔχω”» πρβλ. Ἐτυμ. Μέγ. 789, 43, καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. φαῦλον· ἀλλ’ αἱ μνημονευόμεναι λέξεις τοῦ ἀποσπάσματος δύνανται κάλλιστα νὰ ἑρμηνευθῶσι διὰ τῆς κοινῆς σημασίας τῆς λέξεως, ἴδε Ellendt. ἐν λέξ.
|lstext='''φαῦλος''': -η, -ον, καὶ ος, ον Εὐρ. Ἱππ. 435, Ἀποσπ. 1068. 8, Θουκ. 6. 21· (πρβλ. [[φλαῦρος]]). Κυρίως σημαίνει ἔλλειψιν φροντίδος ἢ ἀξίας, ἐπί τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἐν χρήσει [[κυρίως]] πρῶτον παρ’ Εὐρίπ.· [[διότι]] παρὰ Θεόγν. 163, ἤδη ἐκ διορθώσεως φέρεται δειλῷ· παρ’ Ἡροδ. ἐπικρατεῖ ὁ [[τύπος]] [[φλαῦρος]] (εἰ καὶ μένει τὸ [[φαῦλος]] ἐν 1. 26 καὶ 126)· φαύλως ἀπαντᾷ μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλῳ καὶ [[φαῦλος]] ἐν δυσὶν ἀποσπάσματι τοῦ Σοφ. Ι. ἐπὶ πραγμάτων, [[εὔκολος]], [[ἐλαφρός]], [[μικρός]], φαῦλον ἀθλήσας πόνον Εὐρ. Ἱκ. 317· φαυλότατον [[ἔργον]], εὐκολώτατον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 213, πρβλ. Λυσίαν 14· τὸ [[ζήτημα]] οὐ φ. Πλάτ. Πολ. 368C· φ. [[ἐρώτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 19Α· οὐ φ., ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῦσαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 527D, πρβλ. 423C· καὶ συχν. μετὰ τοῦ οὐ, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179D, κ. ἀλλ.· οὐ φ. [ἐστι] βασιλέα κτανεῖν, δὲν [[εἶναι]] μικρὸν [[πρᾶγμα]] νὰ φονεύσῃ τις βασιλέα, Εὐρ. Ἠλ. 760· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., φαύλως κρίνειν, ἐλαφρῶς κρίνειν τι, μὴ θεωρεῖν αὐτὸ σπουδαῖον, ὑμεῖς δὲ φαύλως αὔτ’ [[ἄγαν]] ἐκρίνατε Αἰσχύλ. Πέρσ. 520· [[εἴθε]] φαύλως, [[ὥσπερ]] εὗρες, ἐκβάλοις τὴν ἔνθεσιν, [[εἴθε]] [[οὕτως]] εὐκόλως, [[ὥσπερ]] ἐπέτυχες, ἐκβάλῃς τὴν ἔνθεσιν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 404· οὐκ ἂν φαύλως ἔτυχεν τούτου, οὐκ ἂν εὐχερῶς ἔτυχε τούτου, [[αὐτόθι]] 509, φ. [[πάνυ]] ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 566· φ. ἀποδιδράσκειν, ἐκφεύγειν, εὐχερῶς, [[ἄνευ]] πολλοῦ κόπου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 215, ἐν Θεσμ. 711· φαύλότατα καὶ ῥᾷστα ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 778· ― οὕτω καί, παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαί τι Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 4. 2. 2) [[μηδαμινός]], «πρόστυχος», [[εὐτελής]], [[μικρός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, [[δίαιτα]] Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 775, Εὐρ. Ἀποσπ. 212· σιτία, ποτὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· στρατιὰ Θουκ. 6. 21· ἀσπίδες, [[τείχισμα]] ὁ αὐτ. 4. 9, 115· [[ἱμάτιον]] Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐ φ. πληγαὶ Δημ. 1261. 5· φιλοῦσιν ἰατροὶ λέγειν τὰ φαῦλα μείζω Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 3· φαῦλα ἐπιφέρειν, μικρὰς κατηγορίας, Ἡρόδ. 1. 26· τὰ φ. [[νικᾶν]], μικρὰς νίκας, Σοφ. Ἀποσπ. 39· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., [[οὔτι]] φαύλως ἦλθε, οὐχὶ μετὰ μικρᾶς δυνάμεως, Εὐρ. Φοίν. 111· φ. βοηθεῖν Δημ. 150. 29· [[ἐπειδὴ]] δὲ αὑτῷ τὰς πρὸς σωτηρίαν ἐλπίδας φαύλως ἔχειν ὑπώπτευεν, [[ἐπειδὴ]] δὲ ὑπώπτευεν ὅτι αἱ πρὸς σωτηρίαν [[αὐτοῦ]] ἐλπίδες ἦσαν μικραί, Ἡρῳδιαν. 1. 3. 3) [[ἐλεεινός]], κακός, λόγοι Εὐρ. Ἀνδρ. 870· [[ψόγος]] ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 94· οὐ φαύλῳ τρόπῳ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 599· οὐ φ. [[ὄψις]] Πλάτ. Πολ. 519Α· οὐ φ. [[τέχνη]] ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 223Β· φ. [[δόξα]] Δημ. 764. 3· τὰ πράγματα φαῦλα γέγονε ὁ αὐτ. 26. 22., 350. 10· φαῦλα διαπεπραγμένος Φιλήμων ἐν Ἀδήλοις 51D· ― τὸ φαῦλον, τὸ κακόν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 390. ― Ἐπίρρ., φαύλως διατρίβειν ἐν φιλοσοφίᾳ Πλάτ. Θεαίτ. 173C. II. ἐπὶ προσώπων, ταπεινὸς τὸ γένος ἢ τὴν τάξιν, πρόστυχος, Εὐρ. Ἀποσπ. 689· οἱ φαυλότατοι, οἱ τοῦ κοινοτάτου εἴδους (στρατιῶται), Θουκ. 6. 77· ὁ [[γάμος]] ἐκ τῶν φαυλοτέρων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐκ τῶν μειζόνων, Ξενοφ. Ἱέρων 1. 27, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 475Β· ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ φαινομένου, αἱ φαυλότεραι, αἱ ἀσχημότεραι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617. 626 2) ὁ [[ἄνευ]] ἀξίας, [[ἄθλιος]], [[ἀνάξιος]] λόγου, πρόστυχος, κακός, [[διδάσκαλος]] Σοφ. Ἀποσπ. 707· τὸ φαῦλον καὶ τὸ [[μέσον]] καὶ τὸ [[πάνυ]] ἀκριβὲς Θουκ. 6. 18 φ. [[αὐλητής]], [[τοξότης]], κλπ., Πλάτ. Πρωτ. 327C, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 194Α, κλπ.· οὐ φαύλων ἀνδρῶν, οὐδὲ τυχόντων ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 390D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σπουδαῖος]], Ἰσοκρ. 2Α, Πλάτ., κλπ., [[μάλιστα]] ὡς πρὸς τὴν παιδείαν καὶ τὴν ἱκανότητα, ἀντίθετον τῷ [[σοφός]], οἱ γὰρ ἐν σοφοῖς φαῦλοι παρ’ ὄχλῳ μουσικώτεροι λέγειν Εὐρ. Ἱππ. 988, πρβλ. Φοιν. 496, Ἴωνα 834, Πλάτ. Συμπ. 174C· τὸ [[πλῆθος]] τὸ φαυλότερον Εὐρ. Βάκχ. 430· οἱ φαυλότεροι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ξυνετώτεροι, Θουκ. 3. 37, πρβλ. 83· [[φαῦλος]] τὰ γράμματα Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 242C· μετ’ ἀπαρ., [[φαῦλος]] μάχεσθαι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 305· φ. λέγειν, φ. διαλεχθῆναι Πλάτ. Θεαίτ. 181Β, Πρωτ. 336C· ― ἐπὶ ζῴων, φ. [[κύων]] Δημ. 807. 4· φαυλότατοι ἵπποι Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 3) [[ἀμέριμνος]], [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἀδιάφορος]], Λατ. securus, Εὐρ. Μήδ. 807, κλπ.· ― [[μάλιστα]] ἐν τῷ ἐπιρρ., φαύλως κρίνειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 520· φ. εὕδειν Εὐρ. Ρῆσ. 769· οὐχ ὧδε φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1546· φ. παραινεῖν, ἐκ τοῦ προχείρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠρ. Μαιν. 89· φαύλως λογίσασθαι, προχείρως, ἐκ τοῦ προχείρου, γενικῶς, Ἀριστοφ. Σφ. 656· φαύλως εἰπεῖν, οὐχὶ ἀκριβῶς, Πλάτ. Πολ. 449C, Θεαίτ. 147C· φαύλως φέρειν, ὡς τὸ ῥᾳδίως φ., ὑποφέρειν εὐκόλως, [[ἄνευ]] πολλῶν δυσκολιῶν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 850, Ἀριστοφ. Ὄρν. 961 4) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἁπλοῦς]], [[ἀνεπιτήδευτος]], φαῦλον, ἄκομψον, τὰ μέγιστ’ ἀγαθὸν Εὐρ. Ἀποσπ. 476, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 483C, Ἀλκιβ. α΄, 129Α, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2, 363· ― φαύλως παιδεύειν τινὰ Ξεν. Οἰκον. 13. 4· φ. πεπαιδευμένος Πλάτ. Νόμ. 876D· πρβλ. [[φαυλότης]] 3. 5) ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ φαινομένου, [[ἀτημέλητος]], ἠμελημένος, ἄσχημος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617, 626, 702. 6) ἐπὶ ὑγείας, φαύλως ἔχω, εἶμαι [[ἀσθενής]], Ἱππ. Ἀφορ. 4245. ΙΙΙ. κατὰ Φώτ., «τεθείη δ’ ἂν καὶ ἐπὶ τοῦ μεγάλου· Σοφοκλῆς Αἰχμαλωτίσιν (Ἀποσπ. 36) “εἰ μικρὸς ὢν τὰ φαῦλα νικήσας ἔχω”» πρβλ. Ἐτυμ. Μέγ. 789, 43, καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. φαῦλον· ἀλλ’ αἱ μνημονευόμεναι λέξεις τοῦ ἀποσπάσματος δύνανται κάλλιστα νὰ ἑρμηνευθῶσι διὰ τῆς κοινῆς σημασίας τῆς λέξεως, ἴδε Ellendt. ἐν λέξ.
}}
{{bailly
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br />de qualité inférieure :<br /><b>A.</b> <i>avec idée de blâme</i> :<br /><b>I.</b> laid;<br /><b>II.</b> méchant, malveillant ; τὸ φαῦλον EUR le mal;<br /><b>III.</b> défectueux : [[ἵππος]] XÉN cheval défectueux ; [[φαῦλος]] τὴν γνώμην THC qui a une intelligence vulgaire ; [[φαῦλος]] μάχεσθαι EUR impropre à combattre;<br /><b>IV.</b> de peu de prix :<br /><b>1</b> vil, commun : φαῦλα σιτία XÉN aliments grossiers ; φαῦλον [[ἱμάτιον]] XÉN vêtement commun ; φαῦλαι ἀσπίδες THC mauvais boucliers;<br /><b>2</b> insignifiant, sans importance : [[οὐ]] φαῦλον [[πρᾶγμα]] XÉN affaire non sans importance;<br /><b>3</b> léger, insouciant, frivole ; τὸ φαῦλον THC la nature frivole <i>ou</i> insouciante de la jeunesse;<br /><b>4</b> négligent, indolent, paresseux;<br /><b>B.</b> <i>sans idée de blâme</i> :<br /><b>I.</b> d'un rang inférieur ; [[οἱ]] φαυλότατοι THC les soldats de dernière classe;<br /><b>II.</b> simple :<br /><b>1</b> non compliqué;<br /><b>2</b> facile, aisé, commode ; [[οὐ]] φαῦλον PLAT chose non facile;<br /><i>Cp.</i> φαυλότερος, <i>Sp.</i> φαυλότατος.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> vilis.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR