Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλοτιμία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] ἡ, das Wesen, die Sinnesart des [[φιλότιμος]], Ehrliebe, Ehrgeiz, Wetteifer, alle daraus entspringenden Eigenschaften, Neigungen, Leidenschaften, eifrige und angestrengte Bemühung, auch Prunksucht, Prahlerei; rühmlich, φιλοτιμίαν ἔχει αὐτῷ, es ist für ihn rühmlich, Dem. 2, 3; der [[δόξα]] entsprechend, 16, ἡ ἀπὸ τούτων [[φιλοτιμία]], der Ruhm davon, 2, 16; auch Freigebigkeit, τὰς πατρῴας οὐσίας εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀνήλωκε φιλοτιμίαν Aesch. 3, 19, vgl. Dem. 20, 82; Plut. oft; – getadelt, Her. 3, 53; τί τῆς κακίστης δαιμόνων ἐφίεσαι, φιλοτιμίας Eur. Phoen. 535; φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται I. A. 527; Ar. Th 383 Plut. 192; Plat. oft, ἐπὶ τοῖς καλοῖς Conv. 178 d; [[φιλοτιμία]] καὶ [[ἐπιθυμία]] τοῦ λαμβάνειν Xen. Cyr. 8, 1,35; Pol. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] ἡ, das Wesen, die Sinnesart des [[φιλότιμος]], Ehrliebe, Ehrgeiz, Wetteifer, alle daraus entspringenden Eigenschaften, Neigungen, Leidenschaften, eifrige und angestrengte Bemühung, auch Prunksucht, Prahlerei; rühmlich, φιλοτιμίαν ἔχει αὐτῷ, es ist für ihn rühmlich, Dem. 2, 3; der [[δόξα]] entsprechend, 16, ἡ ἀπὸ τούτων [[φιλοτιμία]], der Ruhm davon, 2, 16; auch Freigebigkeit, τὰς πατρῴας οὐσίας εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀνήλωκε φιλοτιμίαν Aesch. 3, 19, vgl. Dem. 20, 82; Plut. oft; – getadelt, Her. 3, 53; τί τῆς κακίστης δαιμόνων ἐφίεσαι, φιλοτιμίας Eur. Phoen. 535; φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται I. A. 527; Ar. Th 383 Plut. 192; Plat. oft, ἐπὶ τοῖς καλοῖς Conv. 178 d; [[φιλοτιμία]] καὶ [[ἐπιθυμία]] τοῦ λαμβάνειν Xen. Cyr. 8, 1,35; Pol. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> amour de l'honneur, ambition, recherche des honneurs ; <i>adv.</i> • φιλοτιμίαν XÉN, • φιλοτιμίᾳ DÉM par ambition ; φιλοτιμίαν φιλοτιμεῖσθαι LUC avoir de l'ambition ; <i>au pl.</i> [[αἱ]] φιλοτιμίαι agissements <i>ou</i> desseins ambitieux;<br /><b>II. 1</b> rivalité, jalousie : [[φιλοτιμία]] [[πρός]] τινα rivalité à l'égard de qqn;<br /><b>2</b> libéralité née de l'ambition, prodigalité par ambition;<br /><b>3</b> sujet <i>ou</i> motif d'ambition, point d'honneur ; φιλοτιμίαν ἔχειν τινί DÉM apporter de l'honneur à qqn ; φιλοτιμίαν παραχωρεῖν τινι PLUT céder à qqn l'honneur de qch;<br /><b>III.</b> <i>par jeu de mots</i> conduite digne d'un Philotimos.<br />'''Étymologie:''' [[φιλότιμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοτῑμία''': Ἰωνικ. ίη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ φιλοτίμου, [[ἔνθερμος]] [[ἀγάπη]] [[τιμῆς]] ἢ δόξης, [[φιλοδοξία]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Πινδ. Ἀποσπ. 229, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 527, Ἀριστοφ. Θεσμ. 383, Θουκ. κλπ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4· κακίστη δαιμόνων φιλοτ. Εὐρ. Φοίν. 532· [[ἄκαιρος]] Ἰσοκρ. 408C· συνημμένον τῷ [[πλεονεξία]], Θουκ. 3. 82· τῷ [[φιλονεικία]], Πλάτ. Νόμ. 860Ε, Πολ. 548C· ― ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 99C., 104C, Ξεν. Ἀπομν. 3.3, 13, Ἱέρων 7. 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 553C· ― τὸ ἀντικείμενον τίθεται κατὰ γενικήν, φ. τινός, [[φιλόδοξος]] ἐπιθυμία πράγματός τινος, [[αὐτόθι]] 555Α, Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 1, 35· [[ὡσαύτως]], φ. ἐπὶ τινι Πλάτ. Συμπ. 178D· ὑπέρ τινος, [[περί]] τι Πολύβ. 1. 52. 4., 5. 71, 6· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 6. 55, 4, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 834Β· [[ἀλλά]], φ. [[πρός]] τινα, [[φιλόδοξος]] ἅμμιλα [[πρός]] τινα, Ἰσοκρ. 30C, Πολύβ., κλπ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., [[φιλόδοξος]] [[ἅμιλλα]], [[ζηλότυπος]] ἐπιθυμία, φ. ἐμβάλλειν τινί, [[ὅπως]]... Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 39· ― συχνάκ. μετὰ προθέσεων ἐν ἐπιρρηματικῇ σημασίᾳ, διὰ φιλοτιμίαν Πλάτ. Πολ. 586C, Ἰσοκρ. 99C, κλπ.· φιλοτιμίας [[ἕνεκα]] Λυσίας 157. 8· ὑπὸ φιλοτιμίας Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 257C, κλπ.· ἢ [[ἁπλῶς]] φιλοτιμίᾳ, Δημ. 23. 9, Πλάτ., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., ζηλοτυπίαι, ἀντιζηλίαι, Πλάτ. Πολ. 548C, κλπ.· αἱ φ. τῶν συγγραφέων, φατριαστικὰ αἰσθήματα, Πολύβ. 3. 21, 10· ― παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] παρὰ Πλουτ., κατήντησε σχεδὸν συνών. τῷ [[φιλονεικία]]· [[ἐνταῦθα]] δυνάμεθα νὰ σημειώσωμεν ἰδιαιτέρας τινὰς χρήσεις: 2) [[φιλόδοξος]] [[ἐπιμονή]], ἰσχυρογνωμοσύνη, [[κτῆμα]] σκαιὸν ἡ φιλ. Ἡρόδ. 3. 5, 3. 3) [[φιλόδοξος]] [[ἐπίδειξις]], πλούτου Λυσίας 911 Reisk.· ― [[ἐντεῦθεν]], δαψιλὴς [[δαπάνη]], [[ἀσωτία]], Δημ. 312, 26, Πλουτ. Νικ. 3· φ. [[πρός]] τινα, [[ἄφθονος]] χρηματικὴ [[δαπάνη]], Αἰσχίν. 56. 27· καὶ ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[μεγαλοδωρία]], γενναιοδωρία, [[ἐλευθεριότης]], Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ. τὸ ἐπιδιωκόμενον [[πρᾶγμα]], [[τιμή]], [[διάκρισις]], [[ὑπόληψις]], ἐκείνῳ μὲν φ. πρὸς ὑμᾶς Δημ. 477 ἐν τέλ., πρβλ. 410. 21· φ. παρέχειν τινὶ Ξεν. Ἱέρων 1. 27, πρβλ. Δημ. 18. 22· κτᾶσθαι Αἰσχίν. 60. 4· ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας ἢ τῶν -ιῶν Δημ. 765. 14., 410. 24, πρβλ. 729. 15. ΙΙΙ. ὡς λογοπαίγνιον, ἢ [[διαγωγή]] τινος καλουμένου Φιλοτίμου, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 11, πρβλ. 6. 9, 2.
|lstext='''φῐλοτῑμία''': Ἰωνικ. ίη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ φιλοτίμου, [[ἔνθερμος]] [[ἀγάπη]] [[τιμῆς]] ἢ δόξης, [[φιλοδοξία]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Πινδ. Ἀποσπ. 229, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 527, Ἀριστοφ. Θεσμ. 383, Θουκ. κλπ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4· κακίστη δαιμόνων φιλοτ. Εὐρ. Φοίν. 532· [[ἄκαιρος]] Ἰσοκρ. 408C· συνημμένον τῷ [[πλεονεξία]], Θουκ. 3. 82· τῷ [[φιλονεικία]], Πλάτ. Νόμ. 860Ε, Πολ. 548C· ― ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 99C., 104C, Ξεν. Ἀπομν. 3.3, 13, Ἱέρων 7. 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 553C· ― τὸ ἀντικείμενον τίθεται κατὰ γενικήν, φ. τινός, [[φιλόδοξος]] ἐπιθυμία πράγματός τινος, [[αὐτόθι]] 555Α, Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 1, 35· [[ὡσαύτως]], φ. ἐπὶ τινι Πλάτ. Συμπ. 178D· ὑπέρ τινος, [[περί]] τι Πολύβ. 1. 52. 4., 5. 71, 6· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 6. 55, 4, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 834Β· [[ἀλλά]], φ. [[πρός]] τινα, [[φιλόδοξος]] ἅμμιλα [[πρός]] τινα, Ἰσοκρ. 30C, Πολύβ., κλπ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., [[φιλόδοξος]] [[ἅμιλλα]], [[ζηλότυπος]] ἐπιθυμία, φ. ἐμβάλλειν τινί, [[ὅπως]]... Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 39· ― συχνάκ. μετὰ προθέσεων ἐν ἐπιρρηματικῇ σημασίᾳ, διὰ φιλοτιμίαν Πλάτ. Πολ. 586C, Ἰσοκρ. 99C, κλπ.· φιλοτιμίας [[ἕνεκα]] Λυσίας 157. 8· ὑπὸ φιλοτιμίας Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 257C, κλπ.· ἢ [[ἁπλῶς]] φιλοτιμίᾳ, Δημ. 23. 9, Πλάτ., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., ζηλοτυπίαι, ἀντιζηλίαι, Πλάτ. Πολ. 548C, κλπ.· αἱ φ. τῶν συγγραφέων, φατριαστικὰ αἰσθήματα, Πολύβ. 3. 21, 10· ― παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] παρὰ Πλουτ., κατήντησε σχεδὸν συνών. τῷ [[φιλονεικία]]· [[ἐνταῦθα]] δυνάμεθα νὰ σημειώσωμεν ἰδιαιτέρας τινὰς χρήσεις: 2) [[φιλόδοξος]] [[ἐπιμονή]], ἰσχυρογνωμοσύνη, [[κτῆμα]] σκαιὸν ἡ φιλ. Ἡρόδ. 3. 5, 3. 3) [[φιλόδοξος]] [[ἐπίδειξις]], πλούτου Λυσίας 911 Reisk.· ― [[ἐντεῦθεν]], δαψιλὴς [[δαπάνη]], [[ἀσωτία]], Δημ. 312, 26, Πλουτ. Νικ. 3· φ. [[πρός]] τινα, [[ἄφθονος]] χρηματικὴ [[δαπάνη]], Αἰσχίν. 56. 27· καὶ ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[μεγαλοδωρία]], γενναιοδωρία, [[ἐλευθεριότης]], Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ. τὸ ἐπιδιωκόμενον [[πρᾶγμα]], [[τιμή]], [[διάκρισις]], [[ὑπόληψις]], ἐκείνῳ μὲν φ. πρὸς ὑμᾶς Δημ. 477 ἐν τέλ., πρβλ. 410. 21· φ. παρέχειν τινὶ Ξεν. Ἱέρων 1. 27, πρβλ. Δημ. 18. 22· κτᾶσθαι Αἰσχίν. 60. 4· ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας ἢ τῶν -ιῶν Δημ. 765. 14., 410. 24, πρβλ. 729. 15. ΙΙΙ. ὡς λογοπαίγνιον, ἢ [[διαγωγή]] τινος καλουμένου Φιλοτίμου, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 11, πρβλ. 6. 9, 2.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> amour de l'honneur, ambition, recherche des honneurs ; <i>adv.</i> • φιλοτιμίαν XÉN, • φιλοτιμίᾳ DÉM par ambition ; φιλοτιμίαν φιλοτιμεῖσθαι LUC avoir de l'ambition ; <i>au pl.</i> [[αἱ]] φιλοτιμίαι agissements <i>ou</i> desseins ambitieux;<br /><b>II. 1</b> rivalité, jalousie : [[φιλοτιμία]] [[πρός]] τινα rivalité à l'égard de qqn;<br /><b>2</b> libéralité née de l'ambition, prodigalité par ambition;<br /><b>3</b> sujet <i>ou</i> motif d'ambition, point d'honneur ; φιλοτιμίαν ἔχειν τινί DÉM apporter de l'honneur à qqn ; φιλοτιμίαν παραχωρεῖν τινι PLUT céder à qqn l'honneur de qch;<br /><b>III.</b> <i>par jeu de mots</i> conduite digne d'un Philotimos.<br />'''Étymologie:''' [[φιλότιμος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater