3,271,364
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0018.png Seite 18]] VLL., ohne Kennzahne, von Thieren. ον ([[γνώμη]]), 1) unvernünftig; Aeschin. 3, 244 sind τὰ ἄφωνα καὶ ἀγν. – ξύλα, λίθοι, [[σίδηρος]]. – 2) unverständig, ohne Einsicht; ἄγν. τὸ μὴ προμαθεῖν Pind. Ol. 8, 60; θνητὰ κοὐκ ἀγν. φρονεῖν Soph. Fr. 473; bei Plat. öfter, z. B. mit [[ἀμαθής]] verb. Lys. 218 a; περίτι Legg. III, 700 d; unüberlegt, [[νέος]] καὶ ἀγν. Xen. Mem. 1, 2, 26; trotzig, Her. 9, 41; überh. von unfreundlicher Gesinnung, rücksichtslos, hart, vgl. Buttm. Ind. Midian.; ἐριννύες Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένησθ' ἀγνώμονες Soph. O. C. 86; [[κριτής]] Xen. Mem. 2, 8, 5; ἡ [[ἀγνώμων]] sc. [[τύχη]] Isocr. ep. 10; undankbar, nicht erkenntlich, Luc. πονηροὶ καὶ ἀγν. περὶ τὰς ἀποδόσεις Herm. 10; Xen. Mem. 2, 10, 3 u. Cvr. 8, 3, 49 mit ἀχαριστότερος; ἀγνωμονέστατος Plut. vit. pud. 3 im Gegensatz von [[χαρίεις]], u. ib. 10; – Adv. [[ἀγνωμόνως]], in denselben Bdign, ἀλογίστως καὶ ἀγ. ἔχειν Dem. 2, 26, für ἀβούλως von Harpocr. erkl.; Xen. Hell. 6, 3, 18 τὰ ἀγν. πραχθέντα neben ἁμαρτηθέντα; aber Cyr. 5, 5, 28 = undankbar. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0018.png Seite 18]] VLL., ohne Kennzahne, von Thieren. ον ([[γνώμη]]), 1) unvernünftig; Aeschin. 3, 244 sind τὰ ἄφωνα καὶ ἀγν. – ξύλα, λίθοι, [[σίδηρος]]. – 2) unverständig, ohne Einsicht; ἄγν. τὸ μὴ προμαθεῖν Pind. Ol. 8, 60; θνητὰ κοὐκ ἀγν. φρονεῖν Soph. Fr. 473; bei Plat. öfter, z. B. mit [[ἀμαθής]] verb. Lys. 218 a; περίτι Legg. III, 700 d; unüberlegt, [[νέος]] καὶ ἀγν. Xen. Mem. 1, 2, 26; trotzig, Her. 9, 41; überh. von unfreundlicher Gesinnung, rücksichtslos, hart, vgl. Buttm. Ind. Midian.; ἐριννύες Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένησθ' ἀγνώμονες Soph. O. C. 86; [[κριτής]] Xen. Mem. 2, 8, 5; ἡ [[ἀγνώμων]] sc. [[τύχη]] Isocr. ep. 10; undankbar, nicht erkenntlich, Luc. πονηροὶ καὶ ἀγν. περὶ τὰς ἀποδόσεις Herm. 10; Xen. Mem. 2, 10, 3 u. Cvr. 8, 3, 49 mit ἀχαριστότερος; ἀγνωμονέστατος Plut. vit. pud. 3 im Gegensatz von [[χαρίεις]], u. ib. 10; – Adv. [[ἀγνωμόνως]], in denselben Bdign, ἀλογίστως καὶ ἀγ. ἔχειν Dem. 2, 26, für ἀβούλως von Harpocr. erkl.; Xen. Hell. 6, 3, 18 τὰ ἀγν. πραχθέντα neben ἁμαρτηθέντα; aber Cyr. 5, 5, 28 = undankbar. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> dépourvu de jugement ; follement obstiné, arrogant;<br /><b>2</b> dépourvu de sensibilité, insensible, dur ; oublieux, ingrat;<br /><b>3</b> ignorant, inexpérimenté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[γνώμη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγνώμων''': -ον, γεν. ονος, (γνώμη) [[ἀλόγιστος]], [[ἄκριτος]], [[ἀνόητος]], Θέογν. 1260 (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Πινδ. Ο. 8, 79. Πλάτ. Φαῖδρ. 275Β· ἀντίθετον τῷ μετὰ λογισμοῦ πράττειν, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 267· [[ἀπερίσκεπτος]], Ἱππ. Ἀέρ. 290. ― Ἐπίρρ. [[ἀγνωμόνως]], ἀνοήτως, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11, κτλ.· ἀγν. ἔχειν, Δημ. 25. 18. 2) [[ἰσχυρογνώμων]], [[παράβολος]], [[αὐθάδης]], [[ὑπεροπτικός]], (ἐν τῷ συγκρ. τύπῳ, -ονέστερος), Ἡρόδ. 9. 41· ἐν τῷ ὑπερθετ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 26. 3) ὁ [[ἄνευ]] ἀγαθῶν αἰσθημάτων, [[ἀνεπιεικής]], [[σκληροκάρδιος]]· Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένοισθ’ ἀγνώμονες, Σοφ. Ο. Κ. 86· ἐπὶ δικαστῶν ἢ κριτῶν, Ξεν. Ἀπ. 2. 8. 5, συναπτόμενον μετὰ τοῦ [[ἀχάριστος]], ὁ αὐτ. Κυρ. 8. 3, 49., πρβλ. Ἀπομ. 2. 10, 3· περὶ τοῦ Μειδίου, Δημ. 546. 3· ἡ [[ἀγνώμων]], ὅ ἐ. [[τύχη]], Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 3: [[ἰδίᾳ]] ὁ λησμονῶν ἢ ἀψηφῶν τὰ χρέη [[αὐτοῦ]], Οὐλπ. εἰς Δημ. 25. 19· ἀγν. περὶ τὰς ἀποδόσεις, Λουκ. Ἑρμότ. 10. 4) ὁ μὴ γνωρίζων, ὁ ἐν ἀγνοίᾳ διατελῶν, ἀγν. πλανᾶσθαι, Ἱππ. 343. 20. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἄνευ]] φρονήσεως ἢ γνώσεως, [[κτῆνος]], Αἰσχίν. 88. 37· [[ὡσαύτως]]· φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα (οὐδ. πληθ.), Σοφ. Τρ. 473. 2) παθ., ὁ περὶ οὗ κακῶς τις ἐσκέφθη, [[ἀπρόοπτος]], ὁ μὴ προγινωσκόμενος, Παρθέν. π. ἐρωτ. παθημ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἵππων, ὁ μὴ ἔχων τοὺς ὀδόντας, ἐξ ὧν ἡ [[ἡλικία]] καταφαίνεται (τοὺς γνώμονας), Πολυδ. 1. 182· πρβλ. [[ἀπογνώμων]]. [ᾰγν-, μόνον παρὰ Μανέθ. 5. 338.] | |lstext='''ἀγνώμων''': -ον, γεν. ονος, (γνώμη) [[ἀλόγιστος]], [[ἄκριτος]], [[ἀνόητος]], Θέογν. 1260 (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Πινδ. Ο. 8, 79. Πλάτ. Φαῖδρ. 275Β· ἀντίθετον τῷ μετὰ λογισμοῦ πράττειν, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 267· [[ἀπερίσκεπτος]], Ἱππ. Ἀέρ. 290. ― Ἐπίρρ. [[ἀγνωμόνως]], ἀνοήτως, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11, κτλ.· ἀγν. ἔχειν, Δημ. 25. 18. 2) [[ἰσχυρογνώμων]], [[παράβολος]], [[αὐθάδης]], [[ὑπεροπτικός]], (ἐν τῷ συγκρ. τύπῳ, -ονέστερος), Ἡρόδ. 9. 41· ἐν τῷ ὑπερθετ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 26. 3) ὁ [[ἄνευ]] ἀγαθῶν αἰσθημάτων, [[ἀνεπιεικής]], [[σκληροκάρδιος]]· Φοίβῳ τε κἀμοὶ μὴ γένοισθ’ ἀγνώμονες, Σοφ. Ο. Κ. 86· ἐπὶ δικαστῶν ἢ κριτῶν, Ξεν. Ἀπ. 2. 8. 5, συναπτόμενον μετὰ τοῦ [[ἀχάριστος]], ὁ αὐτ. Κυρ. 8. 3, 49., πρβλ. Ἀπομ. 2. 10, 3· περὶ τοῦ Μειδίου, Δημ. 546. 3· ἡ [[ἀγνώμων]], ὅ ἐ. [[τύχη]], Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 3: [[ἰδίᾳ]] ὁ λησμονῶν ἢ ἀψηφῶν τὰ χρέη [[αὐτοῦ]], Οὐλπ. εἰς Δημ. 25. 19· ἀγν. περὶ τὰς ἀποδόσεις, Λουκ. Ἑρμότ. 10. 4) ὁ μὴ γνωρίζων, ὁ ἐν ἀγνοίᾳ διατελῶν, ἀγν. πλανᾶσθαι, Ἱππ. 343. 20. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἄνευ]] φρονήσεως ἢ γνώσεως, [[κτῆνος]], Αἰσχίν. 88. 37· [[ὡσαύτως]]· φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα (οὐδ. πληθ.), Σοφ. Τρ. 473. 2) παθ., ὁ περὶ οὗ κακῶς τις ἐσκέφθη, [[ἀπρόοπτος]], ὁ μὴ προγινωσκόμενος, Παρθέν. π. ἐρωτ. παθημ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἵππων, ὁ μὴ ἔχων τοὺς ὀδόντας, ἐξ ὧν ἡ [[ἡλικία]] καταφαίνεται (τοὺς γνώμονας), Πολυδ. 1. 182· πρβλ. [[ἀπογνώμων]]. [ᾰγν-, μόνον παρὰ Μανέθ. 5. 338.] | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |