Anonymous

ἀκριβής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0081.png Seite 81]] ές ([[ἄκρος]], scheint leine Zstzg), genau, sorgfältig, in der ganzen Prosa häufig, selten bei Dichtern, mit Eur. El. 365 οὐκ ἔστ' ἀκριβὲς οὐδὲν εἰς εὐανδρίαν, es giebt kein genaues Kennzeichen der Männerwürde; Λυγκεὺς ἀκριβὴς ὄμμασι, der scharfsehende, Theocr. 22, 194; – Thuc. 6, 18 stellt neben einander τὸ φαῦλον καὶ τὸ [[μέσον]] καὶ τὸ ἀκριβές. Plato nennt so [[ἰατρός]], [[κυβερνήτης]], Rep. I, 342 d; [[νομοθέτης]] Legg. I, 628 d, die in ihrer Art vollkommen sind; öfter [[λόγος]], dem ὡς [[ἔπος]] εἰπεῖν entggstzt, Rep. I, 431 b (Ar. Nub. 131 ἀκριβεῖς λόγοι, spitzfindige Reden); [[ἀλήθεια]], [[ἐπιστήμη]] ἀκριβεστάτη Phil. 59 a Parm. 134 c; [[δικαστής]] Thuc. 3, 46, streng; θώρακες Xen. Mem. 3, 10, 15, genau anschließende. Genau, dürftig, sparsam, τὸ ἀκρ. [[εἶδος]] τῶν διαλόγων, τὸ κατὰ βραχὺ [[λίαν]] Prot. 338 a; [[ταμίας]] Plut. Cat. mai. 3; vgl. Luc. Tim. 13; – τὸ ἀκριβές, oft allein die Genauigkeit, Strenge, τὸ μὲν ἀκριβές, streng genommen, Isaeus; ἐντὸς τοῦ ἀκριβοῦς, nicht nach strengem Rechte, Thuc. 5, 90; τὸ τῆς συντάξεως τῶν Ῥωμαίων ἀκριβές, die strenge Ordnung der Römer, Pol. 15, 13; Luc. Anach. 21; – ἐς τὸ ἀκριβές, genau, εἰπεῖν Thuc. 6, 82. – Adv. ἀκριβῶς, genau, streng, in denselben Vbdgn; sparsam, Isocr. 2, 19; ἀκ. καὶ [[μόλις]], kaum, Plut. Alex. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0081.png Seite 81]] ές ([[ἄκρος]], scheint leine Zstzg), genau, sorgfältig, in der ganzen Prosa häufig, selten bei Dichtern, mit Eur. El. 365 οὐκ ἔστ' ἀκριβὲς οὐδὲν εἰς εὐανδρίαν, es giebt kein genaues Kennzeichen der Männerwürde; Λυγκεὺς ἀκριβὴς ὄμμασι, der scharfsehende, Theocr. 22, 194; – Thuc. 6, 18 stellt neben einander τὸ φαῦλον καὶ τὸ [[μέσον]] καὶ τὸ ἀκριβές. Plato nennt so [[ἰατρός]], [[κυβερνήτης]], Rep. I, 342 d; [[νομοθέτης]] Legg. I, 628 d, die in ihrer Art vollkommen sind; öfter [[λόγος]], dem ὡς [[ἔπος]] εἰπεῖν entggstzt, Rep. I, 431 b (Ar. Nub. 131 ἀκριβεῖς λόγοι, spitzfindige Reden); [[ἀλήθεια]], [[ἐπιστήμη]] ἀκριβεστάτη Phil. 59 a Parm. 134 c; [[δικαστής]] Thuc. 3, 46, streng; θώρακες Xen. Mem. 3, 10, 15, genau anschließende. Genau, dürftig, sparsam, τὸ ἀκρ. [[εἶδος]] τῶν διαλόγων, τὸ κατὰ βραχὺ [[λίαν]] Prot. 338 a; [[ταμίας]] Plut. Cat. mai. 3; vgl. Luc. Tim. 13; – τὸ ἀκριβές, oft allein die Genauigkeit, Strenge, τὸ μὲν ἀκριβές, streng genommen, Isaeus; ἐντὸς τοῦ ἀκριβοῦς, nicht nach strengem Rechte, Thuc. 5, 90; τὸ τῆς συντάξεως τῶν Ῥωμαίων ἀκριβές, die strenge Ordnung der Römer, Pol. 15, 13; Luc. Anach. 21; – ἐς τὸ ἀκριβές, genau, εἰπεῖν Thuc. 6, 82. – Adv. ἀκριβῶς, genau, streng, in denselben Vbdgn; sparsam, Isocr. 2, 19; ἀκ. καὶ [[μόλις]], kaum, Plut. Alex. 16.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> exact, sûr;<br /><b>2</b> scrupuleux, consciencieux;<br /><b>3</b> qui s'adapte exactement, qui va bien;<br /><b>4</b> exact, précis : [[ἐς]] τὸ ἀκριβὲς [[εἰπεῖν]] THC pour parler exactement.<br />'''Étymologie:''' p.ê. de [[ἄκρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρῑβής''': -ές, [[ἀκριβής]], [[πιστός]] ἐν πάσῃ λεπτομερείᾳ, αὐστηρὸς ἐν πάσῃ σχέσει καὶ ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, Εὐρ. Ἠλ. 367, Θουκ., κτλ., [[δίαιτα]], Ἱππ. Ἀφ. 1243· ἀκρ. [[πυρετός]], ἐπανερχόμενος ἀκριβῶς κατὰ τὴν αὐτὴν ὥραν, ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 943. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀκριβής]], [[αὐστηρός]], [[δικαστής]], Θουκ. 3. 46· [[προσεκτικός]], [[ἐξαίρετος]], [[ἰατρός]], Πλάτ. Πολ. 342D· ὁ μέχρις ὑπερβολῆς αὐστηρὸς εἰς τὰ καθ’ ἕκαστα, [[περίεργος]], ὁ αὐτ. Νόμ. 762D· ἀκριβὴς τοῖς ὄμμασι, ὁ ἔχων ὀξεῖαν τὴν ὅρασιν, Θεόκρ. 22, 194: - οὕτω καὶ ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 130· ἐπὶ σκέψεων καὶ ἰδεῶν, Εὐρ., κτλ., πρβλ. [[περισσός]] ΙΙ. 3: - [[τὸ ἀκριβές]], = [[ἀκρίβεια]], Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, Θουκ. 6. 18: - [[λίαν]] συχν. ἐν ἐπιρρ. [[ἀκριβῶς]], λεπτομερῶς, μετ’ ἀκριβείας, [[ἀκριβῶς]] εἰδέναι, ἐπίστασθαι, καθορᾶν, μαθεῖν, κτλ., Ἡρόδ. 7. 32, κτλ.· [[ἀκριβῶς]] ὢν [[περισσόφρων]], Αἰσχύλ. Πρ. 328· ἀντίθ. τῷ [[ἁπλῶς]], Ἰσοκρ. 91D· τῷ τύπῳ (= κατὰ περίληψιν, γενικῶς), Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2, 3· ἀκριβῶς καὶ [[μόλις]], Λατ. vix ac ne vix quidem, μετὰ μεγίστης δυσκολίας, Πλουτ. Ἀλέξ. 16· [[οὕτως]]: οὐκ εἰς ἀκριβὲς ἦλθες, οὐχὶ ἐν καταλλήλῳ στιγμῇ, Εὐρ. Τρῳ. 901· ἐπϳ ἀκριβές, Εὐσέβ. Ἱ. Ἐκκλ. 6. 31, 2, καὶ ἀλλ. 2) [[φειδωλός]], [[γλίσχρος]], ἀκριβός, [[λιτός]], ἀκρ. τοὺς τρόπους, Μένανδ. παρὰ Στοβ. 387. 45, ἴδε Γαισφ. ἐν τόπῳ, ἀκριβῶς διαιτάσθαι, Ἀνδοκ. 33. 19· σπάν. ἐκτὸς παρ’ Ἀττ. καὶ [[μάλιστα]] τοῖς πεζ. - Συγκρ. καὶ ὑπερθ. -έστερος, -έστατος, συχν. παρὰ Πλάτωνι μετὰ τῶν -έστερον, -έστατα, ὡς ἐπιρρ. (Ἡ [[σημασία]] ὁδηγεῖ ἡμᾶς εἰς τὸ [[ἄκρος]], ὡς τὸ πρῶτον συνθετικὸν τῆς λέξεως [[μέρος]], ἀλλὰ τὸ -ῑβης διαμένει ἀμφιβόλου παραγωγῆς).
|lstext='''ἀκρῑβής''': -ές, [[ἀκριβής]], [[πιστός]] ἐν πάσῃ λεπτομερείᾳ, αὐστηρὸς ἐν πάσῃ σχέσει καὶ ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, Εὐρ. Ἠλ. 367, Θουκ., κτλ., [[δίαιτα]], Ἱππ. Ἀφ. 1243· ἀκρ. [[πυρετός]], ἐπανερχόμενος ἀκριβῶς κατὰ τὴν αὐτὴν ὥραν, ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 943. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀκριβής]], [[αὐστηρός]], [[δικαστής]], Θουκ. 3. 46· [[προσεκτικός]], [[ἐξαίρετος]], [[ἰατρός]], Πλάτ. Πολ. 342D· ὁ μέχρις ὑπερβολῆς αὐστηρὸς εἰς τὰ καθ’ ἕκαστα, [[περίεργος]], ὁ αὐτ. Νόμ. 762D· ἀκριβὴς τοῖς ὄμμασι, ὁ ἔχων ὀξεῖαν τὴν ὅρασιν, Θεόκρ. 22, 194: - οὕτω καὶ ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 130· ἐπὶ σκέψεων καὶ ἰδεῶν, Εὐρ., κτλ., πρβλ. [[περισσός]] ΙΙ. 3: - [[τὸ ἀκριβές]], = [[ἀκρίβεια]], Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, Θουκ. 6. 18: - [[λίαν]] συχν. ἐν ἐπιρρ. [[ἀκριβῶς]], λεπτομερῶς, μετ’ ἀκριβείας, [[ἀκριβῶς]] εἰδέναι, ἐπίστασθαι, καθορᾶν, μαθεῖν, κτλ., Ἡρόδ. 7. 32, κτλ.· [[ἀκριβῶς]] ὢν [[περισσόφρων]], Αἰσχύλ. Πρ. 328· ἀντίθ. τῷ [[ἁπλῶς]], Ἰσοκρ. 91D· τῷ τύπῳ (= κατὰ περίληψιν, γενικῶς), Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2, 3· ἀκριβῶς καὶ [[μόλις]], Λατ. vix ac ne vix quidem, μετὰ μεγίστης δυσκολίας, Πλουτ. Ἀλέξ. 16· [[οὕτως]]: οὐκ εἰς ἀκριβὲς ἦλθες, οὐχὶ ἐν καταλλήλῳ στιγμῇ, Εὐρ. Τρῳ. 901· ἐπϳ ἀκριβές, Εὐσέβ. Ἱ. Ἐκκλ. 6. 31, 2, καὶ ἀλλ. 2) [[φειδωλός]], [[γλίσχρος]], ἀκριβός, [[λιτός]], ἀκρ. τοὺς τρόπους, Μένανδ. παρὰ Στοβ. 387. 45, ἴδε Γαισφ. ἐν τόπῳ, ἀκριβῶς διαιτάσθαι, Ἀνδοκ. 33. 19· σπάν. ἐκτὸς παρ’ Ἀττ. καὶ [[μάλιστα]] τοῖς πεζ. - Συγκρ. καὶ ὑπερθ. -έστερος, -έστατος, συχν. παρὰ Πλάτωνι μετὰ τῶν -έστερον, -έστατα, ὡς ἐπιρρ. (Ἡ [[σημασία]] ὁδηγεῖ ἡμᾶς εἰς τὸ [[ἄκρος]], ὡς τὸ πρῶτον συνθετικὸν τῆς λέξεως [[μέρος]], ἀλλὰ τὸ -ῑβης διαμένει ἀμφιβόλου παραγωγῆς).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> exact, sûr;<br /><b>2</b> scrupuleux, consciencieux;<br /><b>3</b> qui s'adapte exactement, qui va bien;<br /><b>4</b> exact, précis : [[ἐς]] τὸ ἀκριβὲς [[εἰπεῖν]] THC pour parler exactement.<br />'''Étymologie:''' p.ê. de [[ἄκρος]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer