Anonymous

ἀγρεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[capturar]] animales, [[cazar]] o [[pescar]] según cont. ἰχθῦς Hdt.2.95, θῆρας E.<i>Ba</i>.1237, cf. [[μελέαν]] ... ἄγραν E.<i>Fr</i>.517, X.<i>Cyn</i>.12.6, ὄρνιν Nonn.<i>D</i>.40.493, συάγρους <i>PRyl</i>.238, cf. <i>POxy</i>.122.9 (III/IV d.C.), Aesop.94.3, ref. a la pesca, Philostr.<i>Im</i>.2.17.3, abs. <i>UPZ</i> 225.15 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. τήνδ' ἄγραν ἠγρευκότες de Dioniso prisionero, E.<i>Ba</i>.434.<br /><b class="num">2</b> simpl. [[coger]], [[atrapar]], [[capturar]] (subyace a veces la idea de la caza) φιλεῖ ... ἄνδρας πόλεμος ἀγρεύειν νέους la guerra suele llevarse a los jóvenes</i> S.<i>Fr</i>.554, ἀ. [[αἷμα]] τραγοκτόνον sacrificar el macho cabrío</i> E.<i>Ba</i>.138, ὑπό τινων ἀγρευθεῖεν λάθρᾳ Aen.Tact.22.11, ὑμᾶς γὰρ ἢ διὰ τὰ ἔρια ἀγρεύει ἢ διὰ τὸ [[γάλα]], ἐμὲ διὰ τὸ κρέας Aesop.87<br /><b class="num">•</b>fig. παρανομίαι ἄνδρας ἀγρεύουσι [[LXX]] <i>Pr</i>.5.22, cf. 6.26<br /><b class="num">•</b>esp. del amor πρέσβυν <i>AP</i> 6.293 (Leon.), μηδὲ ἀγρευθῇς σοῖς ὀφθαλμοῖς no te dejes coger por tus ojos (por una mujer perversa)</i>, [[LXX]] <i>Pr</i>.6.25, παρακοίτην τόν σοι Ἔρως ἤγρευσεν Musae.149, ἵνα αὐτὸν ἀγρεύσωσι λόγῳ para sorprenderle, cogerle en una trampa de palabras</i>, <i>Eu.Marc</i>.12.13.<br /><b class="num">3</b> por el sent. incoativo a veces del presente [[buscar]], [[tratar de apoderarse de]] σὰν (τῆς ἀρετῆς) ἀγρεύοντες δύναμιν Arist.<i>Fr</i>.675, μεσημβρινὸν ὕπνον ἀγρεύσω buscaré, procuraré la siesta</i>, <i>AP</i> 7.196 (Mel.).<br /><b class="num">4</b> v. med. [[apoderarse de]], [[quitar]] τί μοι ξίφος ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; ¿por qué me has quitado la espada de la mano?</i> E.<i>Andr</i>.842, οὐ καθαρὰ ... θύματ' ἠγρεύσασθε os habéis apoderado de víctimas impuras</i> E.<i>IT</i> 1163.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀγρέω]].
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[capturar]] animales, [[cazar]] o [[pescar]] según cont. ἰχθῦς Hdt.2.95, θῆρας E.<i>Ba</i>.1237, cf. [[μελέαν]] ... ἄγραν E.<i>Fr</i>.517, X.<i>Cyn</i>.12.6, ὄρνιν Nonn.<i>D</i>.40.493, συάγρους <i>PRyl</i>.238, cf. <i>POxy</i>.122.9 (III/IV d.C.), Aesop.94.3, ref. a la pesca, Philostr.<i>Im</i>.2.17.3, abs. <i>UPZ</i> 225.15 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. τήνδ' ἄγραν ἠγρευκότες de Dioniso prisionero, E.<i>Ba</i>.434.<br /><b class="num">2</b> simpl. [[coger]], [[atrapar]], [[capturar]] (subyace a veces la idea de la caza) φιλεῖ ... ἄνδρας πόλεμος ἀγρεύειν νέους la guerra suele llevarse a los jóvenes</i> S.<i>Fr</i>.554, ἀ. [[αἷμα]] τραγοκτόνον sacrificar el macho cabrío</i> E.<i>Ba</i>.138, ὑπό τινων ἀγρευθεῖεν λάθρᾳ Aen.Tact.22.11, ὑμᾶς γὰρ ἢ διὰ τὰ ἔρια ἀγρεύει ἢ διὰ τὸ [[γάλα]], ἐμὲ διὰ τὸ κρέας Aesop.87<br /><b class="num">•</b>fig. παρανομίαι ἄνδρας ἀγρεύουσι [[LXX]] <i>Pr</i>.5.22, cf. 6.26<br /><b class="num">•</b>esp. del amor πρέσβυν <i>AP</i> 6.293 (Leon.), μηδὲ ἀγρευθῇς σοῖς ὀφθαλμοῖς no te dejes coger por tus ojos (por una mujer perversa)</i>, [[LXX]] <i>Pr</i>.6.25, παρακοίτην τόν σοι Ἔρως ἤγρευσεν Musae.149, ἵνα αὐτὸν ἀγρεύσωσι λόγῳ para sorprenderle, cogerle en una trampa de palabras</i>, <i>Eu.Marc</i>.12.13.<br /><b class="num">3</b> por el sent. incoativo a veces del presente [[buscar]], [[tratar de apoderarse de]] σὰν (τῆς ἀρετῆς) ἀγρεύοντες δύναμιν Arist.<i>Fr</i>.675, μεσημβρινὸν ὕπνον ἀγρεύσω buscaré, procuraré la siesta</i>, <i>AP</i> 7.196 (Mel.).<br /><b class="num">4</b> v. med. [[apoderarse de]], [[quitar]] τί μοι ξίφος ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; ¿por qué me has quitado la espada de la mano?</i> E.<i>Andr</i>.842, οὐ καθαρὰ ... θύματ' ἠγρεύσασθε os habéis apoderado de víctimas impuras</i> E.<i>IT</i> 1163.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀγρέω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἤγρευσα]], <i>pf.</i> ἤγρευκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἠγρεύθην;<br />prendre à la chasse, à la pêche ; <i>p. ext.</i> surprendre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀγρεύομαι, capturer, s'emparer de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρεύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγρεύω''': μέλλ. εύσω, Καλλ. Ἄρτ. 84· ἀόρ. ἤγρευσα, Εὐρ. Βάκχ. 1204: - Μέσ. ἴδε κατωτέρω: - Παθ. ἀόρ. ἠγρεύθην, Ἀνθ: ([[ἄγρα]]). Συλλαμβάνω ἐν θήρᾳ ἢ ἁλιείᾳ, ἰχθῦς, Ἡροδ. 2. 95, πρβλ. Ξεν. Κυν. 12. 6· ἄγραν ἠγρευκότες Εὐρ. Βάκχ. 434· ἐπὶ πολέμου, φιλεῖ ... ἄνδρας ... ἀγρεύειν νέους, Σοφ. Ἀποσπ. 498: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θύματ’ ἠγρεύσασθ’, συνελάβετε ἢ ἐξελέξατε δι’ ἑαυτοὺς τὰ θύματά σας, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1163: - [[ὡσαύτως]], τί μοι [[ξίφος]] ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; διὰ τί ἀφήρπασας..; ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 841: - Παθ. θηρεύομαι, συλλαμβάνομαι ἐν θήρᾳ, Ξεν. Ἀν. 5. 3. 8· ἀγρευθείς μ’ ἤγρευσε, Ἀνθ. Π. 9. 94. 2) μεταφορ. ἐπιδιώκω, [[θηρεύω]], διψῶ τινος, [[αἷμα]], Εὐρ. Βάκχ. 138· ἀρετᾶς δύναμιν, Ἀριστοφ. ἐν Bergk λυρ. σ. 664· [[ὕπνον]], Ἀνθ. Π. 7, 196· πρβλ. 12. 125· ἀλλ’ ἀγρεύειν τινὰ λόγῳ, παγιδεύειν, συλλαμβάνειν τινὰ διὰ τῶν ἰδίων [[αὐτοῦ]] λόγων, Εὐαγ. Μάρκ. ιβ΄, 13.
|lstext='''ἀγρεύω''': μέλλ. εύσω, Καλλ. Ἄρτ. 84· ἀόρ. ἤγρευσα, Εὐρ. Βάκχ. 1204: - Μέσ. ἴδε κατωτέρω: - Παθ. ἀόρ. ἠγρεύθην, Ἀνθ: ([[ἄγρα]]). Συλλαμβάνω ἐν θήρᾳ ἢ ἁλιείᾳ, ἰχθῦς, Ἡροδ. 2. 95, πρβλ. Ξεν. Κυν. 12. 6· ἄγραν ἠγρευκότες Εὐρ. Βάκχ. 434· ἐπὶ πολέμου, φιλεῖ ... ἄνδρας ... ἀγρεύειν νέους, Σοφ. Ἀποσπ. 498: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θύματ’ ἠγρεύσασθ’, συνελάβετε ἢ ἐξελέξατε δι’ ἑαυτοὺς τὰ θύματά σας, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1163: - [[ὡσαύτως]], τί μοι [[ξίφος]] ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; διὰ τί ἀφήρπασας..; ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 841: - Παθ. θηρεύομαι, συλλαμβάνομαι ἐν θήρᾳ, Ξεν. Ἀν. 5. 3. 8· ἀγρευθείς μ’ ἤγρευσε, Ἀνθ. Π. 9. 94. 2) μεταφορ. ἐπιδιώκω, [[θηρεύω]], διψῶ τινος, [[αἷμα]], Εὐρ. Βάκχ. 138· ἀρετᾶς δύναμιν, Ἀριστοφ. ἐν Bergk λυρ. σ. 664· [[ὕπνον]], Ἀνθ. Π. 7, 196· πρβλ. 12. 125· ἀλλ’ ἀγρεύειν τινὰ λόγῳ, παγιδεύειν, συλλαμβάνειν τινὰ διὰ τῶν ἰδίων [[αὐτοῦ]] λόγων, Εὐαγ. Μάρκ. ιβ΄, 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἤγρευσα]], <i>pf.</i> ἤγρευκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἠγρεύθην;<br />prendre à la chasse, à la pêche ; <i>p. ext.</i> surprendre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀγρεύομαι, capturer, s'emparer de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρεύς]].
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott