Anonymous

ἀνάγκη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0183.png Seite 183]] ἡ (mit [[ἄγκος]], Enge, schwerlich mit [[ἀνάγω]] zusammenhängend), 1) Zwang, Beschränkung des Willens, a) durch äußere Gewalt, wie du Reh Schicksalsbestimmung, κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' [[ἀνάγκη]] Il. 6, 458, ein mächtiger Zwang; bes. häufig ἀνάγκῃ, aus Zwang, gezwungen, z. B. φεύγειν, 11, 150; ἀμύνεσθαι, 12, 178; ἂψ [[ἴμεν]], 15, 133; ἀείδειν, Od. 1, 154; ἄγειν, gewaltsamer Weise, Il. 9, 429; ἴσχειν, Od. 4, 557 u. sonst; εἰς δαιμόνων ἀνάγκην ἀφιγμένος, durch den Ausspruch der Götter, neben θεσφάτων ἐλεύθεροι, Eur. Phoen. 1014; εἰς ἀνάγκας ἀλγεινοτάτας ἐμπεσόντες Xen. Mem. 3, 12, 2; oft bei Tragg., auch im plur., Aesch. Prom. 108 Pers. 579; oft auch Leiden, Mühsal, Noth, ὑπ' ἀνάγκας βοᾶν, vor Schmerz schreien, Soph. Phil. 213; φθογγὰ τοῦ στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, Einer, der mühselig einherschreitet, in der Noth des Weges, 206, vgl. Κενταύρου [[δολοποιός]] Trach. 829. – b) Zwangsmittel, Gefängniß, Ketten u. Banden, Her. 1, 116; Diod. 3, 14 ἀνάγκας ἐπιφέρειν, anwenden; auch sing., ἐν ἁμίλλαισιν ἀνάγκας Eur. Bacch. 544; ἀνάγκην ἐπιτιθέναι Xen. Lac. 10, 7; προστιθέναι Hier. 9, 4; τὰ πρὸς τὰς ἀνάγκας ὄργανα, Folterwer Kzeuge, Pol. 15, 20; vgl. die Parodie [[πουλύπους]] ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch. com. Ath. II, 64 (v. 9). – c) physische Nothwendigkeit, Naturgesetz, Verhängniß, ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται Simon. bei Plat. Prot. 345 d; auch ἔγγραφοι ἀνάγκαι, geschriebene Gesetze, Plut. Lyc. 13; θεῖαι ἀνάγκαι Plat. Legg. VII, 818 b; vgl. Xen. Mem. 1, 1, 11. 15. – d) moralische Nothwendigkeit, zwingende Beweise, ῥητόρων ἀνάγκας διδάσκειν Anacr. 50, 2. – 2) Blutsverwandtschaft, Xen. Conv. 8, 13; Isocr. 1, 10. – Als adv. Vbdgn sind außer ἀνἀγκῃ, welches auch in Prosa sehr geläufig ist, zu merken: ὑπ' ἀνάγκης, Od. 19, 156; σὺν ἀνάγκῃ, Pind. P. 1, 51; δι' ἀνάγκης, Plat. Tim. 47 e; ἐξ ἀνάγκης, Phaedr. 246 a; vgl. τὰ ἐξ ἀνάγκης παθήματα, = ἀναγκαῖα, Tim. 89 b; Soph. Phil. 73; κατ' ἀνάγκην, sowohl activ., zwingend, Pol. 1, 37, als passiv., gezwungen, 3, 67, 5; πρὸς ἀνάγκην, Luc. Abdic. 26 u. öfter, bes. bei Sp. – Ebenso [[ἀνάγκη]] ἐστί, mit darauf folgendem inf., wie ἀναγκαῖόν ἐστι, man muß, Xen. Cyr. 1, 4, 12; u. ohne ἐστί, [[πᾶσα]] [[ἀνάγκη]], oft bei Plat., z. B. Tim. 69 d; Dem. Lept. 28 πολλή γ' [[ἀνάγκη]], auch oft bei Plat., in Zugeständnissen, es ist ja wohl nöthig, ich muß ja wohl; [[ἀνάγκη]] πολλή u. πολλή 'στι [[ἀνάγκη]], in Behauptungen u. Bekräftigungen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0183.png Seite 183]] ἡ (mit [[ἄγκος]], Enge, schwerlich mit [[ἀνάγω]] zusammenhängend), 1) Zwang, Beschränkung des Willens, a) durch äußere Gewalt, wie du Reh Schicksalsbestimmung, κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' [[ἀνάγκη]] Il. 6, 458, ein mächtiger Zwang; bes. häufig ἀνάγκῃ, aus Zwang, gezwungen, z. B. φεύγειν, 11, 150; ἀμύνεσθαι, 12, 178; ἂψ [[ἴμεν]], 15, 133; ἀείδειν, Od. 1, 154; ἄγειν, gewaltsamer Weise, Il. 9, 429; ἴσχειν, Od. 4, 557 u. sonst; εἰς δαιμόνων ἀνάγκην ἀφιγμένος, durch den Ausspruch der Götter, neben θεσφάτων ἐλεύθεροι, Eur. Phoen. 1014; εἰς ἀνάγκας ἀλγεινοτάτας ἐμπεσόντες Xen. Mem. 3, 12, 2; oft bei Tragg., auch im plur., Aesch. Prom. 108 Pers. 579; oft auch Leiden, Mühsal, Noth, ὑπ' ἀνάγκας βοᾶν, vor Schmerz schreien, Soph. Phil. 213; φθογγὰ τοῦ στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, Einer, der mühselig einherschreitet, in der Noth des Weges, 206, vgl. Κενταύρου [[δολοποιός]] Trach. 829. – b) Zwangsmittel, Gefängniß, Ketten u. Banden, Her. 1, 116; Diod. 3, 14 ἀνάγκας ἐπιφέρειν, anwenden; auch sing., ἐν ἁμίλλαισιν ἀνάγκας Eur. Bacch. 544; ἀνάγκην ἐπιτιθέναι Xen. Lac. 10, 7; προστιθέναι Hier. 9, 4; τὰ πρὸς τὰς ἀνάγκας ὄργανα, Folterwer Kzeuge, Pol. 15, 20; vgl. die Parodie [[πουλύπους]] ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch. com. Ath. II, 64 (v. 9). – c) physische Nothwendigkeit, Naturgesetz, Verhängniß, ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται Simon. bei Plat. Prot. 345 d; auch ἔγγραφοι ἀνάγκαι, geschriebene Gesetze, Plut. Lyc. 13; θεῖαι ἀνάγκαι Plat. Legg. VII, 818 b; vgl. Xen. Mem. 1, 1, 11. 15. – d) moralische Nothwendigkeit, zwingende Beweise, ῥητόρων ἀνάγκας διδάσκειν Anacr. 50, 2. – 2) Blutsverwandtschaft, Xen. Conv. 8, 13; Isocr. 1, 10. – Als adv. Vbdgn sind außer ἀνἀγκῃ, welches auch in Prosa sehr geläufig ist, zu merken: ὑπ' ἀνάγκης, Od. 19, 156; σὺν ἀνάγκῃ, Pind. P. 1, 51; δι' ἀνάγκης, Plat. Tim. 47 e; ἐξ ἀνάγκης, Phaedr. 246 a; vgl. τὰ ἐξ ἀνάγκης παθήματα, = ἀναγκαῖα, Tim. 89 b; Soph. Phil. 73; κατ' ἀνάγκην, sowohl activ., zwingend, Pol. 1, 37, als passiv., gezwungen, 3, 67, 5; πρὸς ἀνάγκην, Luc. Abdic. 26 u. öfter, bes. bei Sp. – Ebenso [[ἀνάγκη]] ἐστί, mit darauf folgendem inf., wie ἀναγκαῖόν ἐστι, man muß, Xen. Cyr. 1, 4, 12; u. ohne ἐστί, [[πᾶσα]] [[ἀνάγκη]], oft bei Plat., z. B. Tim. 69 d; Dem. Lept. 28 πολλή γ' [[ἀνάγκη]], auch oft bei Plat., in Zugeständnissen, es ist ja wohl nöthig, ich muß ja wohl; [[ἀνάγκη]] πολλή u. πολλή 'στι [[ἀνάγκη]], in Behauptungen u. Bekräftigungen.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> nécessité, contrainte : ἀνάγκῃ, σὺν ἀνάγκῃ, ἀπ’ ἀνάγκης, δι’ ἀνάγκης, [[ἐξ]] ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, πρὸς ἀνάγκην par nécessité ; [[ἀνάγκη]] ([[ἐστί]]), cela est nécessaire, il y a nécessité : [[τίς]] [[τοι]] [[ἀνάγκη]] ; IL quelle nécessité pour toi ? οἶσιν [[ἀνάγκη]] IL ceux pour qui il y a nécessité ; πολεμίζομεν, [[εἴπερ]] [[ἀνάγκη]] IL nous nous battrons, s'il le faut ; avec un inf. : ἀλλὰ [[τίη]] ἔριδας καὶ νείκεια [[νῶϊν]] [[ἀνάγκη]] νεικεῖν ; IL mais quelle nécessité de soulever entre nous deux des querelles et des contestation ? πᾶσα [[ἀνάγκη]] avec l'inf. c'est une nécessité absolue de ; πολλὴ [[ἀνάγκη]] c'est une nécessité pressante ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> la nécessité, <i>càd</i> la destinée inévitable, la destinée, le destin ; <i>en mauv. part</i> les malheurs amenés par le destin;<br /><b>2</b> besoin physique, loi de la nature;<br /><b>3</b> vie nécessiteuse, misère, souffrance, extrémité pénible;<br /><b>II.</b> moyen de contrainte (torture, prison, <i>etc.</i>);<br /><b>III.</b> liens du sang.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. obsc. -- Babiniotis pê [[ἀνά]], ἀγκή de [[ἀγκάλη]], cf. [[συνάγκη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάγκη''': Ἰων. καὶ Ἐπ. [[ἀναγκαίη]], ἡ, κατὰ πρῶτον παρ᾿ Ὁμ. κρατερὴ δ᾿ ἐπικείσετ᾿ ἀν. Ἰλ. Ζ. 458· [[ἀναγκαίη]] γὰρ ἐπείγει [[αὐτόθι]] 85· [[ἀναγκαίη]] πολεμίζειν Δ. 300· τίς τοι [[ἀνάγκη]] πτώσσειν; τίς σοι [[ἀνάγκη]] νὰ δειλιᾷς; Ε. 633· οἷσιν [[ἀνάγκη]] (ἐνν. φυλάσσειν), Κ. 418 καὶ ἀλλ.· ἀλλ᾿ ἔχει τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ δοτ. ὡς ἐπίρρ., ἀνάγκῃ = ἐξ ἀνάγκης, ἀνάγκῃ ἀείδειν, ἄψ [[ἴμεν]], πολεμίζειν, φεύγειν, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ σημασ. ἐνεργ., βίᾳ, διὰ τῆς βίας, ἀνάγκῃ ἴσχειν, ἄγειν, κελεύειν: ἡ δοτ. ἐνισχύεται διὰ τοῦ καὶ Ὀδ. Κ. 434· [[ὡσαύτως]], ὑπ᾿ ἀνάγκης Τ. 156, Πλάτ., κτλ.· ὑπ᾿ ἀναγκαίης Ἡρόδ. 7. 172, καὶ ἀλλ. βραδύτερον, ἐξ ἀνάγκης Σοφ. Φ. 73, Πλάτ., κτλ.· δι᾿ ἀνάγκης Πλάτ. Τίμ. 47Ε· σὺν ἀνάγκῃ Πινδ. Π. 1. 98· πρὸς ἀνάγκην Αἰσχύλ. Πέρσ. 569· κατ᾿ ἀνάγκην Ξεν. Κύρ. 4, 3, 7: ‒ [[ἀνάγκη]] ἐστί, μετ᾿ ἀπαρεμφ. [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] νὰ..., πρὲπει νὰ..., ἴδε Ἰλ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· πᾶσα [[ἀνάγκη]] ἐστὶ ὗσαι Ἡρόδ. 2. 22· τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶν οὐδεμία [[ἀνάγκη]]… τῇσι δὲ θυγατράσι πᾶσα [[ἀνάγκη]] [[αὐτόθι]] 35· ἀνάγκ. [[ὅπως]] μετὰ μέλλ., Ξενοφ. Οἰκ. 4. 14: μ. δοτ. προσ., ἀν. μοι σχεθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 16, πρβλ. Πέρσ. 293: ‒ παρὰ δὲ Τραγικοῖς [[ὡσαύτως]] [[πολλάκις]] ἐπὶ ἀποκρίσεων καὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, πολλὴ γ᾿ [[ἀνάγκη]], πολλὴ ᾿στ᾿ [[ἀνάγκη]] ἢ πολλὴ μ᾿ [[ἀνάγκη]], μετὰ τῶν ὁποίων [[πάντοτε]] ἀπαρέμφ. δύναται νὰ ὑπονοηθῇ Ἐλμσλ. Μήδ. 981· οὕτω πᾶσ᾿ [[ἀνάγκη]], μ. ἀπαρεμφ., Σοφ. Ἠλ. 1497, Πλάτ. Φαίδων 67Α, κτλ.· [[ἀνάγκη]] [[μεγάλη]] [ἐστί] Ἰσαῖος 38. 24, Δημ. 838. 10· ἐν ἀνάγκῃ ἐστὶ Λυσ. 104. 2. 2) [[ἀνάγκη]] ὡς φυσικὸς [[νόμος]], φυσικὴ [[ἀνάγκη]] ἢ ἐπιθυμία, [[ὄρεξις]], γαστρὸς ἀνάγκαις Αἰσχύλ. Ἀγ. 725, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1075, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 11, Κυν. 7. 1· ὑπ᾿ ἀνάγκ. τῆς ἐμφύτου Πλάτ. Πολ. 458D· ἐρωτικαῖς ἀν. [[αὐτόθι]], κτλ. β) [[ἀνάγκη]] δαιμόνων, αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι, ἡ [[μοῖρα]], τὸ πεπρωμένον, Εὐρ. Φοίν. 1000, 1763: ‒ [[συχνάκις]] προσωποποιεῖται παρὰ τοῖς ποιηταῖς, ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 234, πρβλ. Βόσσ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 216· ἀνάγκᾳ δ᾿ οὐδὲ θεοὶ μάχονται Σιμων. 139 Γαισφ. γ) [[ἀνάγκη]] ὑπὸ φιλοσοφικὴν ἔννοιαν, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν φυσικὴν ὁρμὴν ([[φύσις]]) καὶ τὴν ἁπλῆν πίεσιν (βία), Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 11, 9, Μεταφ. 5. 2, 6, καὶ ἀλλ.: ‒ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λογικῆς ἀναγκαιότητος δι᾿ ἧς ἀναγκαίως ἀκολουθεῖ τὸ [[συμπέρασμα]], [[αὐτόθι]] 10. 8, 4, καὶ ἀλλ.: 3) πραγματικὴ [[βιαιότης]], βία, [[τιμωρία]], ἰδίως ἐπὶ βασάνου, καθ᾿ ἑνικ. καὶ πληθ., ἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Ἡρόδ. 1. 116, πρβλ. Ἀντιφῶντα 144. 16, κἑξ.: ἀνάγκην προστιθέναι, ἐπιτιθέναι Ξεν. Ἱέρ. 9. 4, Λακ. 10, 7· προσάγειν τινὶ τὰς ἀνάγκας Θουκ. 1. 99, πρβλ. 3. 82: μεταφ. δολοποιὸς ἀνάγκ., ὅ ἐ. τὸ [[στρατήγημα]] τοῦ Νέσσου, Σοφ. Τρ. 832· βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Ξέναρχ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9. β) πᾶς ἀναγκασμὸς ἢ [[περιορισμός]], πᾶσα βιαία [[μεταχείρισις]], τῶν ἀναγκῶν τινα προσφέρειν Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 763, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 813. 834. 4) παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ σωματικοῦ πόνου, ἀγωνίας, ἀλγηδόνος, κακοπαθείας καὶ ἀθλιότητος, κατ᾿ ἀνάγκην ἕρπειν, μετὰ πόνου, Σοφ. Φ. 206· ὑπ᾿ ἀνάγκης βοᾶν [[αὐτόθι]] 215· ὠδίνων ἀνάγκαι Εὐρ. Βάκχ. 89, κτλ. ΙΙ. ὅμοιον τῷ Λατ. necessitudo, ὁ δεσμὸς τοῦ αἵματος, ἡ [[συγγένεια]], Ἀνδοκ. 32. 14, Λυσ. 894. 20. (Πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[ἄγχω]], ango, angustus, κτλ., Γερμ. eng, ἴδε ἐν λ. [[ἄγκος]]).
|lstext='''ἀνάγκη''': Ἰων. καὶ Ἐπ. [[ἀναγκαίη]], ἡ, κατὰ πρῶτον παρ᾿ Ὁμ. κρατερὴ δ᾿ ἐπικείσετ᾿ ἀν. Ἰλ. Ζ. 458· [[ἀναγκαίη]] γὰρ ἐπείγει [[αὐτόθι]] 85· [[ἀναγκαίη]] πολεμίζειν Δ. 300· τίς τοι [[ἀνάγκη]] πτώσσειν; τίς σοι [[ἀνάγκη]] νὰ δειλιᾷς; Ε. 633· οἷσιν [[ἀνάγκη]] (ἐνν. φυλάσσειν), Κ. 418 καὶ ἀλλ.· ἀλλ᾿ ἔχει τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ δοτ. ὡς ἐπίρρ., ἀνάγκῃ = ἐξ ἀνάγκης, ἀνάγκῃ ἀείδειν, ἄψ [[ἴμεν]], πολεμίζειν, φεύγειν, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ σημασ. ἐνεργ., βίᾳ, διὰ τῆς βίας, ἀνάγκῃ ἴσχειν, ἄγειν, κελεύειν: ἡ δοτ. ἐνισχύεται διὰ τοῦ καὶ Ὀδ. Κ. 434· [[ὡσαύτως]], ὑπ᾿ ἀνάγκης Τ. 156, Πλάτ., κτλ.· ὑπ᾿ ἀναγκαίης Ἡρόδ. 7. 172, καὶ ἀλλ. βραδύτερον, ἐξ ἀνάγκης Σοφ. Φ. 73, Πλάτ., κτλ.· δι᾿ ἀνάγκης Πλάτ. Τίμ. 47Ε· σὺν ἀνάγκῃ Πινδ. Π. 1. 98· πρὸς ἀνάγκην Αἰσχύλ. Πέρσ. 569· κατ᾿ ἀνάγκην Ξεν. Κύρ. 4, 3, 7: ‒ [[ἀνάγκη]] ἐστί, μετ᾿ ἀπαρεμφ. [[εἶναι]] [[ἀνάγκη]] νὰ..., πρὲπει νὰ..., ἴδε Ἰλ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· πᾶσα [[ἀνάγκη]] ἐστὶ ὗσαι Ἡρόδ. 2. 22· τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶν οὐδεμία [[ἀνάγκη]]… τῇσι δὲ θυγατράσι πᾶσα [[ἀνάγκη]] [[αὐτόθι]] 35· ἀνάγκ. [[ὅπως]] μετὰ μέλλ., Ξενοφ. Οἰκ. 4. 14: μ. δοτ. προσ., ἀν. μοι σχεθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 16, πρβλ. Πέρσ. 293: ‒ παρὰ δὲ Τραγικοῖς [[ὡσαύτως]] [[πολλάκις]] ἐπὶ ἀποκρίσεων καὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, πολλὴ γ᾿ [[ἀνάγκη]], πολλὴ ᾿στ᾿ [[ἀνάγκη]] ἢ πολλὴ μ᾿ [[ἀνάγκη]], μετὰ τῶν ὁποίων [[πάντοτε]] ἀπαρέμφ. δύναται νὰ ὑπονοηθῇ Ἐλμσλ. Μήδ. 981· οὕτω πᾶσ᾿ [[ἀνάγκη]], μ. ἀπαρεμφ., Σοφ. Ἠλ. 1497, Πλάτ. Φαίδων 67Α, κτλ.· [[ἀνάγκη]] [[μεγάλη]] [ἐστί] Ἰσαῖος 38. 24, Δημ. 838. 10· ἐν ἀνάγκῃ ἐστὶ Λυσ. 104. 2. 2) [[ἀνάγκη]] ὡς φυσικὸς [[νόμος]], φυσικὴ [[ἀνάγκη]] ἢ ἐπιθυμία, [[ὄρεξις]], γαστρὸς ἀνάγκαις Αἰσχύλ. Ἀγ. 725, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1075, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 11, Κυν. 7. 1· ὑπ᾿ ἀνάγκ. τῆς ἐμφύτου Πλάτ. Πολ. 458D· ἐρωτικαῖς ἀν. [[αὐτόθι]], κτλ. β) [[ἀνάγκη]] δαιμόνων, αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι, ἡ [[μοῖρα]], τὸ πεπρωμένον, Εὐρ. Φοίν. 1000, 1763: ‒ [[συχνάκις]] προσωποποιεῖται παρὰ τοῖς ποιηταῖς, ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 234, πρβλ. Βόσσ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 216· ἀνάγκᾳ δ᾿ οὐδὲ θεοὶ μάχονται Σιμων. 139 Γαισφ. γ) [[ἀνάγκη]] ὑπὸ φιλοσοφικὴν ἔννοιαν, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν φυσικὴν ὁρμὴν ([[φύσις]]) καὶ τὴν ἁπλῆν πίεσιν (βία), Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 11, 9, Μεταφ. 5. 2, 6, καὶ ἀλλ.: ‒ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λογικῆς ἀναγκαιότητος δι᾿ ἧς ἀναγκαίως ἀκολουθεῖ τὸ [[συμπέρασμα]], [[αὐτόθι]] 10. 8, 4, καὶ ἀλλ.: 3) πραγματικὴ [[βιαιότης]], βία, [[τιμωρία]], ἰδίως ἐπὶ βασάνου, καθ᾿ ἑνικ. καὶ πληθ., ἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Ἡρόδ. 1. 116, πρβλ. Ἀντιφῶντα 144. 16, κἑξ.: ἀνάγκην προστιθέναι, ἐπιτιθέναι Ξεν. Ἱέρ. 9. 4, Λακ. 10, 7· προσάγειν τινὶ τὰς ἀνάγκας Θουκ. 1. 99, πρβλ. 3. 82: μεταφ. δολοποιὸς ἀνάγκ., ὅ ἐ. τὸ [[στρατήγημα]] τοῦ Νέσσου, Σοφ. Τρ. 832· βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Ξέναρχ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9. β) πᾶς ἀναγκασμὸς ἢ [[περιορισμός]], πᾶσα βιαία [[μεταχείρισις]], τῶν ἀναγκῶν τινα προσφέρειν Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 763, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 813. 834. 4) παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ σωματικοῦ πόνου, ἀγωνίας, ἀλγηδόνος, κακοπαθείας καὶ ἀθλιότητος, κατ᾿ ἀνάγκην ἕρπειν, μετὰ πόνου, Σοφ. Φ. 206· ὑπ᾿ ἀνάγκης βοᾶν [[αὐτόθι]] 215· ὠδίνων ἀνάγκαι Εὐρ. Βάκχ. 89, κτλ. ΙΙ. ὅμοιον τῷ Λατ. necessitudo, ὁ δεσμὸς τοῦ αἵματος, ἡ [[συγγένεια]], Ἀνδοκ. 32. 14, Λυσ. 894. 20. (Πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[ἄγχω]], ango, angustus, κτλ., Γερμ. eng, ἴδε ἐν λ. [[ἄγκος]]).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> nécessité, contrainte : ἀνάγκῃ, σὺν ἀνάγκῃ, ἀπ’ ἀνάγκης, δι’ ἀνάγκης, [[ἐξ]] ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, πρὸς ἀνάγκην par nécessité ; [[ἀνάγκη]] ([[ἐστί]]), cela est nécessaire, il y a nécessité : [[τίς]] [[τοι]] [[ἀνάγκη]] ; IL quelle nécessité pour toi ? οἶσιν [[ἀνάγκη]] IL ceux pour qui il y a nécessité ; πολεμίζομεν, [[εἴπερ]] [[ἀνάγκη]] IL nous nous battrons, s'il le faut ; avec un inf. : ἀλλὰ [[τίη]] ἔριδας καὶ νείκεια [[νῶϊν]] [[ἀνάγκη]] νεικεῖν ; IL mais quelle nécessité de soulever entre nous deux des querelles et des contestation ? πᾶσα [[ἀνάγκη]] avec l'inf. c'est une nécessité absolue de ; πολλὴ [[ἀνάγκη]] c'est une nécessité pressante ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> la nécessité, <i>càd</i> la destinée inévitable, la destinée, le destin ; <i>en mauv. part</i> les malheurs amenés par le destin;<br /><b>2</b> besoin physique, loi de la nature;<br /><b>3</b> vie nécessiteuse, misère, souffrance, extrémité pénible;<br /><b>II.</b> moyen de contrainte (torture, prison, <i>etc.</i>);<br /><b>III.</b> liens du sang.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. obsc. -- Babiniotis pê [[ἀνά]], ἀγκή de [[ἀγκάλη]], cf. [[συνάγκη]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth