Anonymous

ἀνταγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0243.png Seite 243]] gegen Jemand kämpfen, τινί, im Kriege, Xen. Cyr. 1, 6, 8; mit Einem wetteifern, auch im Guten, 3, 3, 10; bes. vor Gericht streiten, τινί, Thuc. 3, 38; περὶ τῶν ἄθλων Andoc. 4, 2; Xen. Cyr. 8, 2, 27; ἀντ. τινὶ τραγῳδίαν ὑποκρινόμενος, in einer tragischen Rolle, Plut. Dem. 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0243.png Seite 243]] gegen Jemand kämpfen, τινί, im Kriege, Xen. Cyr. 1, 6, 8; mit Einem wetteifern, auch im Guten, 3, 3, 10; bes. vor Gericht streiten, τινί, Thuc. 3, 38; περὶ τῶν ἄθλων Andoc. 4, 2; Xen. Cyr. 8, 2, 27; ἀντ. τινὶ τραγῳδίαν ὑποκρινόμενος, in einer tragischen Rolle, Plut. Dem. 29.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀντηγωνιζόμην, <i>f.</i> ἀνταγωνιοῦμαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> lutter les armes à la main contre, τινι ; <i>en gén.</i> lutter <i>ou</i> disputer contre, τινι ; [[οἱ]] ἀνταγωνιζόμενοί [[τι]] XÉN les parties adverses dans un procès;<br /><b>2</b> jouer un rôle (tragique) en face d'un autre acteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀγωνίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντᾰγωνίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι: Ι. ὡς ἀποθ., [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, τινί, ἰδίως ἐν πολέμῳ, Ἡρόδ. 5.109. Θουκ. 6. 72, Ξεν., κτλ., ἀν. ταῖς παρασκευαῖς τινος Δημ. 1078.11. 2) [[καθόλου]], [[ἀγωνίζομαι]], διαφιλονεικῶ [[πρός]] τινα, τινὶ Θουκ. 3. 38· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 29. 12· οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι, οἱ διάδικοι ἢ ἀντίδικοι ἐν δίκῃ τινί, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 27. 3) ἀπολ., [[ἀνταγωνίζομαι]] [[περί]] τινος πράγματος, οὐκ ἀνταγωνίζονται περὶ χρημάτων Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 6. ΙΙ. ὡς παθ., τίθεμαι [[ἐναντίον]] τινὸς ὡς [[ἀντίπαλος]], καὶ [[ὄψις]] δὲ [[ὁπόταν]] ἀνταγωνίζηται διακόνῳ... κινητικὸν γίγνεται Ξεν. Οἰκ. 10. 12.
|lstext='''ἀντᾰγωνίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι: Ι. ὡς ἀποθ., [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, τινί, ἰδίως ἐν πολέμῳ, Ἡρόδ. 5.109. Θουκ. 6. 72, Ξεν., κτλ., ἀν. ταῖς παρασκευαῖς τινος Δημ. 1078.11. 2) [[καθόλου]], [[ἀγωνίζομαι]], διαφιλονεικῶ [[πρός]] τινα, τινὶ Θουκ. 3. 38· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 29. 12· οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι, οἱ διάδικοι ἢ ἀντίδικοι ἐν δίκῃ τινί, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 27. 3) ἀπολ., [[ἀνταγωνίζομαι]] [[περί]] τινος πράγματος, οὐκ ἀνταγωνίζονται περὶ χρημάτων Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 6. ΙΙ. ὡς παθ., τίθεμαι [[ἐναντίον]] τινὸς ὡς [[ἀντίπαλος]], καὶ [[ὄψις]] δὲ [[ὁπόταν]] ἀνταγωνίζηται διακόνῳ... κινητικὸν γίγνεται Ξεν. Οἰκ. 10. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀντηγωνιζόμην, <i>f.</i> ἀνταγωνιοῦμαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> lutter les armes à la main contre, τινι ; <i>en gén.</i> lutter <i>ou</i> disputer contre, τινι ; [[οἱ]] ἀνταγωνιζόμενοί [[τι]] XÉN les parties adverses dans un procès;<br /><b>2</b> jouer un rôle (tragique) en face d'un autre acteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀγωνίζομαι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR