Anonymous

ἀπαθής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0274.png Seite 274]] ές ([[πάθος]]), ohne Leiden, nichts leidend, πρὸς ἀστῶν Pind. P. 4, 297, ungekränkt von Bürgern; ὑπό τινος Plut.; absol., οἶκοι Aesch. Pers. 846; unversehrt, Her. 9, 97; Xen. Cyr. 7, 1, 32; [[χώρα]] Thue. 8, 25; gew. c. gen., κακῶν, nichts gelitten habend, Her. 1, 32. 5, 19, wie Lys. 2, 27; Plat. Phaedr. 250 c u. sonst; πόνων, nicht an Anstrengung gewöhnt, nicht gern ertragend, wie impatiens, Her. 6, 12; καλῶν, μεγάλων, 1, 207, unbekannt damit. Überh. frei von etwas, τῶν σεισμῶν τοῦ σώματος Plat. Phil. 33 e. Selten c. dat., ἀπ. τῷ πυρί Luc. nav. 44, unempfindlich gegen das Feuer. – Bei Stoikern bes. leidenschaftslos, gelassen; sonst im tadelnden Sinne, gefühllos, stumpfsinnig, Arist.; Plut. Rom. 7; [[πρός]] τι, unempfänglich für etwas, de audit. 9. – Bei den Gramm. sind ἀπαθῆ verba intransitiva. – Adv. ἀπαθῶς, z. B. ἔχειν Plut. Sol. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0274.png Seite 274]] ές ([[πάθος]]), ohne Leiden, nichts leidend, πρὸς ἀστῶν Pind. P. 4, 297, ungekränkt von Bürgern; ὑπό τινος Plut.; absol., οἶκοι Aesch. Pers. 846; unversehrt, Her. 9, 97; Xen. Cyr. 7, 1, 32; [[χώρα]] Thue. 8, 25; gew. c. gen., κακῶν, nichts gelitten habend, Her. 1, 32. 5, 19, wie Lys. 2, 27; Plat. Phaedr. 250 c u. sonst; πόνων, nicht an Anstrengung gewöhnt, nicht gern ertragend, wie impatiens, Her. 6, 12; καλῶν, μεγάλων, 1, 207, unbekannt damit. Überh. frei von etwas, τῶν σεισμῶν τοῦ σώματος Plat. Phil. 33 e. Selten c. dat., ἀπ. τῷ πυρί Luc. nav. 44, unempfindlich gegen das Feuer. – Bei Stoikern bes. leidenschaftslos, gelassen; sonst im tadelnden Sinne, gefühllos, stumpfsinnig, Arist.; Plut. Rom. 7; [[πρός]] τι, unempfänglich für etwas, de audit. 9. – Bei den Gramm. sind ἀπαθῆ verba intransitiva. – Adv. ἀπαθῶς, z. B. ἔχειν Plut. Sol. 20.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui ne souffre pas, non atteint, intact ; sain et sauf;<br /><b>2</b> qui n'éprouve pas <i>ou</i> n’a pas éprouvé : πόνων HDT qui ne connaît pas la fatigue ; [[καλῶν]] HDT qui ne connaît pas les commodités de la vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πάθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπᾰθής''': -ες, ὁ [[ἄνευ]] πάθους ἢ αἰσθήσεως, ὁ μὴ πάσχων ἢ ὁ μὴ παθών: Ι. μ. γεν., ἀπ. ἔργων αἰσχρῶν Θέογν. 1177· κακῶν Ἡρόδ. 1. 32., 2. 119, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 33, κτλ.· ἀεικείης Ἡρόδ. 3. 160· τῶν σεισμῶν τῶν τοῦ σώματος Πλάτ. Φίλ. 33Ε, νόσων Δημ. 1399. 19, κτλ., ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] πείρας τινός, πόνων Ἡρόδ. 6. 12· καλῶν μεγάλων ὁ αὐτ. 1. 207. 2) ἀπολ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 861, Θουκ. 1. 26· [[πρός]] τινος Πινδ. Π. 4. 529· [[χάριν]] [[ἴσθι]] ἐὼν [[ἀπαθής]], νὰ ὁμολογῇς [[χάριν]] ὅτι δὲν ἐτιμωρήθης, Ἡρόδ. 9. 79: ἐν γένει: ὁ μὴ παθών, ὑπό τινος Ἀριστ. Προβλ. 3. 8, Θεοφρ. π. Πυρ. 42· [[πρός]] τι Πλουτ. Ἀλκιβ. 13, κτλ.· μετὰ δοτ., ἀπαθὴς ὤν τῷ πυρὶ Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 44 (3. 277). ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] πάθους ἢ αἰσθήματος, [[ἀναίσθητος]], [[ἀπαθής]], διάφ. τοῦ [[ἐγκρατής]], Ἀριστ. Τοπ. 4. 5. 2, πρβλ. Ρητ. 2. 1, 4., 2. 5, 18: - Ἐπιρρ., ἀπαθῶς ἔχειν Πλουτ. Σόλ. 20· ὑπερθ. -ἐστατα Λογγῖν. 41. 1. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς μεταβολήν, μὴ πάσχων μεταβολήν, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 12, 4, κ. ἀλλ.· ἀπαθεῖς αἱ ἰδέαι ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 10, 2, πρβλ. Μεταφ. 1. 9, 19· Ἀναξαγόρας τὸν νοῦν ἀπαθῆ λέγει ὁ αὐτ. Φυσ. 8. 5, 10· ὁ δὲ [[νοῦς]] [[ἴσως]] θειότερόν τι καὶ ἀπαθές ἐστιν ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 1. 4, 15, πρβλ. 3. 5, 2: ἰδίως ἐν τῇ Στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, [[οὐσία]] [[ἀσώματος]] καὶ ἀπαθὴς Πλούτ. 2. 765Α· πρβλ. [[ἀπάθεια]] 2. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ διεγείρων [[αἴσθημα]], ὁ μὴ προξενῶν ἐντύπωσιν, Ἀριστ. Ποιητ. 14.16, τὰ ἀπαθῆ, τὰ μὴ προξενοῦντα ἐντύπωσιν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 125· τὰ ἀπαθῆ, τὰ ἀμετάβατα ῥήματα, Γραμμ.
|lstext='''ἀπᾰθής''': -ες, ὁ [[ἄνευ]] πάθους ἢ αἰσθήσεως, ὁ μὴ πάσχων ἢ ὁ μὴ παθών: Ι. μ. γεν., ἀπ. ἔργων αἰσχρῶν Θέογν. 1177· κακῶν Ἡρόδ. 1. 32., 2. 119, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 33, κτλ.· ἀεικείης Ἡρόδ. 3. 160· τῶν σεισμῶν τῶν τοῦ σώματος Πλάτ. Φίλ. 33Ε, νόσων Δημ. 1399. 19, κτλ., ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] πείρας τινός, πόνων Ἡρόδ. 6. 12· καλῶν μεγάλων ὁ αὐτ. 1. 207. 2) ἀπολ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 861, Θουκ. 1. 26· [[πρός]] τινος Πινδ. Π. 4. 529· [[χάριν]] [[ἴσθι]] ἐὼν [[ἀπαθής]], νὰ ὁμολογῇς [[χάριν]] ὅτι δὲν ἐτιμωρήθης, Ἡρόδ. 9. 79: ἐν γένει: ὁ μὴ παθών, ὑπό τινος Ἀριστ. Προβλ. 3. 8, Θεοφρ. π. Πυρ. 42· [[πρός]] τι Πλουτ. Ἀλκιβ. 13, κτλ.· μετὰ δοτ., ἀπαθὴς ὤν τῷ πυρὶ Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 44 (3. 277). ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] πάθους ἢ αἰσθήματος, [[ἀναίσθητος]], [[ἀπαθής]], διάφ. τοῦ [[ἐγκρατής]], Ἀριστ. Τοπ. 4. 5. 2, πρβλ. Ρητ. 2. 1, 4., 2. 5, 18: - Ἐπιρρ., ἀπαθῶς ἔχειν Πλουτ. Σόλ. 20· ὑπερθ. -ἐστατα Λογγῖν. 41. 1. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς μεταβολήν, μὴ πάσχων μεταβολήν, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 12, 4, κ. ἀλλ.· ἀπαθεῖς αἱ ἰδέαι ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 10, 2, πρβλ. Μεταφ. 1. 9, 19· Ἀναξαγόρας τὸν νοῦν ἀπαθῆ λέγει ὁ αὐτ. Φυσ. 8. 5, 10· ὁ δὲ [[νοῦς]] [[ἴσως]] θειότερόν τι καὶ ἀπαθές ἐστιν ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 1. 4, 15, πρβλ. 3. 5, 2: ἰδίως ἐν τῇ Στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, [[οὐσία]] [[ἀσώματος]] καὶ ἀπαθὴς Πλούτ. 2. 765Α· πρβλ. [[ἀπάθεια]] 2. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ διεγείρων [[αἴσθημα]], ὁ μὴ προξενῶν ἐντύπωσιν, Ἀριστ. Ποιητ. 14.16, τὰ ἀπαθῆ, τὰ μὴ προξενοῦντα ἐντύπωσιν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 125· τὰ ἀπαθῆ, τὰ ἀμετάβατα ῥήματα, Γραμμ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui ne souffre pas, non atteint, intact ; sain et sauf;<br /><b>2</b> qui n'éprouve pas <i>ou</i> n’a pas éprouvé : πόνων HDT qui ne connaît pas la fatigue ; [[καλῶν]] HDT qui ne connaît pas les commodités de la vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πάθος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater