Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπαρέσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] (s. [[ἀρέσκω]]), mißfallen, τινά Plat. Theaet. 202 d; τινί Thuc. 1, 38; Sp. – Med., οὐ νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρα ἀπαρέσσασθαι Il. 19, 183 entweder: es ist nicht zu verübeln, daß es ein König übel aufnimmt, oder: daß der König einen Mann, wel chen er vorher beleidigt, ganz aussöhne; Sp. τινί, mit etwas unzufrieden sein, z. B. τῷ βίῳ Herodian. 5, 2, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] (s. [[ἀρέσκω]]), mißfallen, τινά Plat. Theaet. 202 d; τινί Thuc. 1, 38; Sp. – Med., οὐ νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρα ἀπαρέσσασθαι Il. 19, 183 entweder: es ist nicht zu verübeln, daß es ein König übel aufnimmt, oder: daß der König einen Mann, wel chen er vorher beleidigt, ganz aussöhne; Sp. τινί, mit etwas unzufrieden sein, z. B. τῷ βίῳ Herodian. 5, 2, 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ἀπήρεσκον]], <i>f.</i> ἀπαρέσω, <i>ao.</i> [[ἀπήρεσα]], <i>pf. inus.</i><br />déplaire : τινι à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπαρέσκομαι (<i>inf. ao.</i> ἀπαρέσσασθαι) se réconcilier avec : τινα IL avec qqn, <i>sel. d'autres</i> montrer son déplaisir à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀρέσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαρέσκω''': μέλλ. -αρέσω, εἶμαι [[δυσάρεστος]] εἴς τινα, δὲν εἶμαι [[ἀρεστός]], καὶ δῆλον ὅτι εἱ τοῖς πλέοσιν ἀρέσκοντές ἐσμεν, τοῖσδ’ ἂν μόνοις οὐκ ὀρθῶς ἀπαρέσκοιμεν, Θουκ. 1. 38, τὸ τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν τοῖς σοφοῖς ἐστιν ἀπαρέσκειν Πλούτ. 2. 6Β. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., δυσαρεστῶ, Πλάτ. Θεαίτ. 202D, Ἰουλιαν. 365D. ΙΙ. Μέσ., οὐ γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρ’ ἀπαρέσσασθαι, δὲν πρέπει τις νὰ τὸ θεωρήσῃ βαρὺ ὅτι ἀνὴρ βασιλεὺς δεικνύει δυσαρέσκειαν, Ἰλ. Τ. 183, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «οὐ μεμπτὸς γὰρ ὑπάρχει βασιλεὺς θεραπεύων ἄνδρα ὃν προηδίκησεν», ὁ δὲ Εὐστ. «οὐ νεμεσητὸν τὸν βασιλέα φιλιοῦσθαι», ὁ δὲ Γαζῆς μεταφράζει: «[[οὐδαμῶς]] γὰρ μεμπτόν τί ἐστιν, βασιλέα ἄνδρα ἐξιλάσασθαι»· ἀλλ’ ἡ πρώτη δοθεῖσα [[ἐξήγησις]] [[κάλλιον]] ἁρμόζει πρὸς τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου (ἴδε Heyn ἐν τόπῳ) καὶ [[εἶναι]] ἡ μόνη [[σημασία]] ἐν χρήσει παρὰ μεταγενεστέροις)· ἀπηρέσκοντό τε [[αὐτοῦ]] τῷ βίῳ ὡς ἀνειμένῳ Ἡρωδιαν. Ἱστορ. 5. 2, 5, πρβλ. 5. 6, 8., 6. 1, 24, Ἰω. Λυδ. Περὶ ἀρχ. 2. 7, καὶ ἴδε [[ἀπάρεστος]].
|lstext='''ἀπαρέσκω''': μέλλ. -αρέσω, εἶμαι [[δυσάρεστος]] εἴς τινα, δὲν εἶμαι [[ἀρεστός]], καὶ δῆλον ὅτι εἱ τοῖς πλέοσιν ἀρέσκοντές ἐσμεν, τοῖσδ’ ἂν μόνοις οὐκ ὀρθῶς ἀπαρέσκοιμεν, Θουκ. 1. 38, τὸ τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν τοῖς σοφοῖς ἐστιν ἀπαρέσκειν Πλούτ. 2. 6Β. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., δυσαρεστῶ, Πλάτ. Θεαίτ. 202D, Ἰουλιαν. 365D. ΙΙ. Μέσ., οὐ γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρ’ ἀπαρέσσασθαι, δὲν πρέπει τις νὰ τὸ θεωρήσῃ βαρὺ ὅτι ἀνὴρ βασιλεὺς δεικνύει δυσαρέσκειαν, Ἰλ. Τ. 183, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «οὐ μεμπτὸς γὰρ ὑπάρχει βασιλεὺς θεραπεύων ἄνδρα ὃν προηδίκησεν», ὁ δὲ Εὐστ. «οὐ νεμεσητὸν τὸν βασιλέα φιλιοῦσθαι», ὁ δὲ Γαζῆς μεταφράζει: «[[οὐδαμῶς]] γὰρ μεμπτόν τί ἐστιν, βασιλέα ἄνδρα ἐξιλάσασθαι»· ἀλλ’ ἡ πρώτη δοθεῖσα [[ἐξήγησις]] [[κάλλιον]] ἁρμόζει πρὸς τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου (ἴδε Heyn ἐν τόπῳ) καὶ [[εἶναι]] ἡ μόνη [[σημασία]] ἐν χρήσει παρὰ μεταγενεστέροις)· ἀπηρέσκοντό τε [[αὐτοῦ]] τῷ βίῳ ὡς ἀνειμένῳ Ἡρωδιαν. Ἱστορ. 5. 2, 5, πρβλ. 5. 6, 8., 6. 1, 24, Ἰω. Λυδ. Περὶ ἀρχ. 2. 7, καὶ ἴδε [[ἀπάρεστος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ἀπήρεσκον]], <i>f.</i> ἀπαρέσω, <i>ao.</i> [[ἀπήρεσα]], <i>pf. inus.</i><br />déplaire : τινι à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπαρέσκομαι (<i>inf. ao.</i> ἀπαρέσσασθαι) se réconcilier avec : τινα IL avec qqn, <i>sel. d'autres</i> montrer son déplaisir à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀρέσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml