Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπαρέσκω

From LSJ

Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz

Menander, Monostichoi, 271
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰρέσκω Medium diacritics: ἀπαρέσκω Low diacritics: απαρέσκω Capitals: ΑΠΑΡΕΣΚΩ
Transliteration A: aparéskō Transliteration B: apareskō Transliteration C: aparesko Beta Code: a)pare/skw

English (LSJ)

A to be disagreeable to, τινί Th.1.38, Plu.2.6b.
2 c. acc. pers., displease, Pl.Tht.202d, Jul.Mis.365d.
3 abs., τὰ ἀπαρέσαντα J.AJ8.14.1.
II Med., οὐ.. γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρ' ἀπαρέσσασθαι it is no disgrace for a king to approve a man (or, to appease a man of royal birth), Il.19.183, cf. Sch. and Eust. ad loc.
III ἀπαρέσκεσθαί τινι to be displeased with, Hdn.5.2.5, cf. 5.6.1, 6.1.10, Lyd.Mag.2.7.

Spanish (DGE)

I c. ἀπό neutraliz. en v. med. c. ac. de pers. concillarse, aplacar, propiciar οὐ ... γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρ' ἀπαρέσσασθαι no hay nada de malo en que un rey a un hombre aplaque, Il.19.183, cf. Porph.ad Il.p.222.6, Sch.Er.Il.19.183, Eust.1178.52.
II c. ἀπό neg.
1 en v. act. disgustar, no gustar c. suj. de abstr. y ac. de pers. ἓν μέντοι τί με τῶν ῥηθέντων ἀπαρέσκει Pl.Tht.202d, cf. Iul.Mis.365d
c. dat. de pers. τοῖς δ' ἂν μόνοις ... ἀπαρέσκοιμεν Th.1.37, τοῖς μὲν ἄλλοις ... ἀπήρεσκεν Plb.21.26.10, τοῖς μὲν οὐκ ἀπαρέσκει τὸ καὶ ψευδές Phld.Rh.1.345.13, cf. Plu.2.6b
pas. τῆς τύχης ἀπαρεσθείσης τῷ ποιητῇ Lyd.Mag.2.7
part. subst. plu. τὰ δ' ἀπαρέσαντα σοὶ καταλείψουσιν te dejarán lo que no les guste I.AI 8.367.
2 en v. med. c. suj. de pers. no gustar, desaprobar c. ac. τὸν βίον Hdn.5.6.1
c. dat. instrum. ἀπηρέσκοντό τε αὐτοῦ τῷ βίῷ se mostraron disgustados con su modo de vida Hdn.5.2.5, cf. 6.1.10.

German (Pape)

[Seite 280] (s. ἀρέσκω), mißfallen, τινά Plat. Theaet. 202 d; τινί Thuc. 1, 38; Sp. – Med., οὐ νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρα ἀπαρέσσασθαι Il. 19, 183 entweder: es ist nicht zu verübeln, daß es ein König übel aufnimmt, oder: daß der König einen Mann, wel chen er vorher beleidigt, ganz aussöhne; Sp. τινί, mit etwas unzufrieden sein, z. B. τῷ βίῳ Herodian. 5, 2, 11.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπήρεσκον, f. ἀπαρέσω, ao. ἀπήρεσα, pf. inus.
déplaire : τινι à qqn;
Moy. ἀπαρέσκομαι (inf. ao. ἀπαρέσσασθαι) se réconcilier avec : τινα IL avec qqn, sel. d'autres montrer son déplaisir à.
Étymologie: ἀπό, ἀρέσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰρέσκω:
1 быть неприятным, не нравиться (τινι Thuc., Plut. и τινά Plat.);
2 med. давать удовлетворение: οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητὸν ἄνδρ᾽ ἀπαρέσσασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ Hom. нельзя же считать дурным, что человек хочет примириться с тем (по друг. недоволен тем), кого он первый обидел.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρέσκω: μέλλ. -αρέσω, εἶμαι δυσάρεστος εἴς τινα, δὲν εἶμαι ἀρεστός, καὶ δῆλον ὅτι εἱ τοῖς πλέοσιν ἀρέσκοντές ἐσμεν, τοῖσδ’ ἂν μόνοις οὐκ ὀρθῶς ἀπαρέσκοιμεν, Θουκ. 1. 38, τὸ τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν τοῖς σοφοῖς ἐστιν ἀπαρέσκειν Πλούτ. 2. 6Β. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., δυσαρεστῶ, Πλάτ. Θεαίτ. 202D, Ἰουλιαν. 365D. ΙΙ. Μέσ., οὐ γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρ’ ἀπαρέσσασθαι, δὲν πρέπει τις νὰ τὸ θεωρήσῃ βαρὺ ὅτι ἀνὴρ βασιλεὺς δεικνύει δυσαρέσκειαν, Ἰλ. Τ. 183, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «οὐ μεμπτὸς γὰρ ὑπάρχει βασιλεὺς θεραπεύων ἄνδρα ὃν προηδίκησεν», ὁ δὲ Εὐστ. «οὐ νεμεσητὸν τὸν βασιλέα φιλιοῦσθαι», ὁ δὲ Γαζῆς μεταφράζει: «οὐδαμῶς γὰρ μεμπτόν τί ἐστιν, βασιλέα ἄνδρα ἐξιλάσασθαι»· ἀλλ’ ἡ πρώτη δοθεῖσα ἐξήγησις κάλλιον ἁρμόζει πρὸς τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου (ἴδε Heyn ἐν τόπῳ) καὶ εἶναι ἡ μόνη σημασία ἐν χρήσει παρὰ μεταγενεστέροις)· ἀπηρέσκοντό τε αὐτοῦ τῷ βίῳ ὡς ἀνειμένῳ Ἡρωδιαν. Ἱστορ. 5. 2, 5, πρβλ. 5. 6, 8., 6. 1, 24, Ἰω. Λυδ. Περὶ ἀρχ. 2. 7, καὶ ἴδε ἀπάρεστος.

Greek Monolingual

ἀπαρέσκω)
1. δεν είμαι αρεστός σε κάποιον
2. δεν καταδέχομαι
αρχ.
δυσαρεστώ κάποιον.

Greek Monotonic

ἀπᾰρέσκω: μέλ. -αρέσω· Επικ. απαρ. Μέσ. αορ. αʹ ἀπαρέσσασθαι·
I. είμαι δυσάρεστος σε κάποιον, τινί, σε Θουκ.
II. Μέσ., επιδεικνύω τη δυσαρέσκειά μου, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

I. to be disagreeable to, τινί Thuc.
II. Mid. to show displeasure, Il.