3,277,206
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασθῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασθῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> refouler;<br /><b>2</b> violenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βιάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποβιάζομαι''': ἀποθ., [[ἐκβιάζω]], ὠθῶ [[ὀπίσω]], [[ἐξαναγκάζω]] [[ὀπίσω]], τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 17, 6· τὸ κωλῦον ὁ αὐτ. Πρβλ. 11. 35, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 5, Μετεωρ. 2. 8, 38: ― Παθ., ἐξαναγκάζομαι εἰς ὀπισθοδρόμησιν ἢ ὑποχώρησιν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 15· καὶ τῷ ἐναπολαμβάνεσθαι ἐν στενωτέροις τόποις καί ἀποβιάζεσθαι εἰς ἑλάττω τόπον, συμπιέζεσθαι εἰς μικρότερον χῶρον, [[αὐτόθι]] 2. 8, 11. 2) [[ἀναγκάζω]] τινὰ διὰ τῆς βίας νά μοι δώσῃ τι, [[βιάζω]], τοὺς δὲ ἀποβιαζόμενος Πολύβ. 16. 24, 5 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18 κ. ἀλλ.: [[ἐξαναγκάζω]], [[διέρχομαι]] διὰ τῆς βίας, ἀποβιαζομένου τοῦ [[ἄνωθεν]] ἑπιόντος ὕδατος [[αὐτόθι]] 1. 13, 26. ― Τύπος τις -βιάομαι ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 458. 9· καὶ ἐνεργητ. -[[βιάζω]] ἐν Σχολίοις Θεοκρ. 6. 16, καὶ Ἐφρ. Σύρῳ τ. 1. σ. 94C. | |lstext='''ἀποβιάζομαι''': ἀποθ., [[ἐκβιάζω]], ὠθῶ [[ὀπίσω]], [[ἐξαναγκάζω]] [[ὀπίσω]], τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 17, 6· τὸ κωλῦον ὁ αὐτ. Πρβλ. 11. 35, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 5, Μετεωρ. 2. 8, 38: ― Παθ., ἐξαναγκάζομαι εἰς ὀπισθοδρόμησιν ἢ ὑποχώρησιν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 15· καὶ τῷ ἐναπολαμβάνεσθαι ἐν στενωτέροις τόποις καί ἀποβιάζεσθαι εἰς ἑλάττω τόπον, συμπιέζεσθαι εἰς μικρότερον χῶρον, [[αὐτόθι]] 2. 8, 11. 2) [[ἀναγκάζω]] τινὰ διὰ τῆς βίας νά μοι δώσῃ τι, [[βιάζω]], τοὺς δὲ ἀποβιαζόμενος Πολύβ. 16. 24, 5 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18 κ. ἀλλ.: [[ἐξαναγκάζω]], [[διέρχομαι]] διὰ τῆς βίας, ἀποβιαζομένου τοῦ [[ἄνωθεν]] ἑπιόντος ὕδατος [[αὐτόθι]] 1. 13, 26. ― Τύπος τις -βιάομαι ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 458. 9· καὶ ἐνεργητ. -[[βιάζω]] ἐν Σχολίοις Θεοκρ. 6. 16, καὶ Ἐφρ. Σύρῳ τ. 1. σ. 94C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |