Anonymous

ἀποδιοπομπέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. act. Eust.1935.12]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[conjurar]], [[apartar por medio de conjuros]] c. ac. αὐτήν Pl.<i>Cra</i>.396e, πᾶσαν Onas.5, τὸ μίασμα D.C.37.46.1, τὰ μέν Lib.<i>Decl</i>.15.34, τοὺς χαλεπωτάτους τῶν ὀνείρων Sch.Ar.<i>Ra</i>.1340<br /><b class="num">•</b>c. ac. e instrum. λόγοις αὐτό Pl.<i>Lg</i>.900b<br /><b class="num">•</b>c. ac. y giro c. prep. o gen. μετ' εὐπρεπείας ... τοὺς φιλοσόφους ... ἐκ τῆς πόλεως Plu.<i>Cat.Ma</i>.22, τοὺς μὲν ... δημιουργοὺς ... τοῦδε τοῦ γράμματος Gal.5.877<br /><b class="num">•</b>c. instrum. y giro c. prep. ἥτις ἐπωδαῖς περὶ ἡμᾶς ἀποδιοπομπήσαιτο Sch.Theoc.7.127<br /><b class="num">•</b>abs. Ph.1.239, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. pas. παλαμναῖον ἢ ἀλιτήριον ... χαλκοῖς ἀνδριάσιν ἀποδιοπομπησόμενον Themist.<i>Ep</i>.4.5.<br /><b class="num">2</b> en gener. [[apartar]], [[rechazar]] τὸ προβληθέν Ath.401b, τοὺς ... τὰ κινητὰ στήσαντας Theo.Sm.p.200, τὸν ἀδελφόν Synes.<i>Prouid</i>.M.66.1225B.<br /><b class="num">II</b> [[librar de una mancha]], [[purificar]] τὸν οἶκον Pl.<i>Lg</i>.877e, πόλιν Lys.6.53, cf. Moer.41.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. act. Eust.1935.12]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[conjurar]], [[apartar por medio de conjuros]] c. ac. αὐτήν Pl.<i>Cra</i>.396e, πᾶσαν Onas.5, τὸ μίασμα D.C.37.46.1, τὰ μέν Lib.<i>Decl</i>.15.34, τοὺς χαλεπωτάτους τῶν ὀνείρων Sch.Ar.<i>Ra</i>.1340<br /><b class="num">•</b>c. ac. e instrum. λόγοις αὐτό Pl.<i>Lg</i>.900b<br /><b class="num">•</b>c. ac. y giro c. prep. o gen. μετ' εὐπρεπείας ... τοὺς φιλοσόφους ... ἐκ τῆς πόλεως Plu.<i>Cat.Ma</i>.22, τοὺς μὲν ... δημιουργοὺς ... τοῦδε τοῦ γράμματος Gal.5.877<br /><b class="num">•</b>c. instrum. y giro c. prep. ἥτις ἐπωδαῖς περὶ ἡμᾶς ἀποδιοπομπήσαιτο Sch.Theoc.7.127<br /><b class="num">•</b>abs. Ph.1.239, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. pas. παλαμναῖον ἢ ἀλιτήριον ... χαλκοῖς ἀνδριάσιν ἀποδιοπομπησόμενον Themist.<i>Ep</i>.4.5.<br /><b class="num">2</b> en gener. [[apartar]], [[rechazar]] τὸ προβληθέν Ath.401b, τοὺς ... τὰ κινητὰ στήσαντας Theo.Sm.p.200, τὸν ἀδελφόν Synes.<i>Prouid</i>.M.66.1225B.<br /><b class="num">II</b> [[librar de una mancha]], [[purificar]] τὸν οἶκον Pl.<i>Lg</i>.877e, πόλιν Lys.6.53, cf. Moer.41.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />détourner par l'assistance de Zeus, prononcer la formule de conjuration, conjurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[Διός]], [[πομπή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδιοπομπέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. (τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾶ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 262. 41)· (ἀπό, [[Διός]], [[πομπή]]): - [[ἀποτρέπω]] ἐπικείμενα κακὰ δι’ ἱλαστηρίων θυσιῶν εἰς τὸν Δία, ἀποτρέπομαι διὰ τοῦ ἀποτροπαίου [[Διός]], [[ἱλάσκομαι]]: - ἐντεύθεν [[καθόλου]], δι’ ἀρῶν [[ἀποδιώκω]], [[ἀποτρέπω]], [[ἐξορκίζω]], Πλάτ. Κρατ. 396Ε, Λυσίας 108. 4: - οὕτω τὸ ῥημ. ἐπίθ. ἀποδιοπομπητέον, πρέπει τις νὰ ἀπορρίψῃ μετὰ βδελυγμοῦ καὶ ἀποστροφῆς, Πλούτ. 2. 73D ([[ἔνθα]] ἴδε Οὐϋττεμβάχ.), Φίλων 1. 239. 2) ἐν γένει, ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], [[παρέρχομαι]], ὅ δ’ οὐ [[σφόδρα]] φροντίσας καὶ τὸ προβληθὲν ἀποδιοπομπησάμενος, ἀλλ’ ὑμεῖς γε, ἔφη, κτλ., Ἀθήν. 401Β. ΙΙ. καθήρασθαι καὶ ἀποδιοπομπήσασθαι τὸν οἶκον, ἀπαλλάξαι αὐτὸν πάσης λύμης καὶ παντὸς μιάσματος, Πλάτ. Νόμ. 877Ε, πρβλ. Ρουγκ. Τίμαιον.
|lstext='''ἀποδιοπομπέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. (τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾶ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 262. 41)· (ἀπό, [[Διός]], [[πομπή]]): - [[ἀποτρέπω]] ἐπικείμενα κακὰ δι’ ἱλαστηρίων θυσιῶν εἰς τὸν Δία, ἀποτρέπομαι διὰ τοῦ ἀποτροπαίου [[Διός]], [[ἱλάσκομαι]]: - ἐντεύθεν [[καθόλου]], δι’ ἀρῶν [[ἀποδιώκω]], [[ἀποτρέπω]], [[ἐξορκίζω]], Πλάτ. Κρατ. 396Ε, Λυσίας 108. 4: - οὕτω τὸ ῥημ. ἐπίθ. ἀποδιοπομπητέον, πρέπει τις νὰ ἀπορρίψῃ μετὰ βδελυγμοῦ καὶ ἀποστροφῆς, Πλούτ. 2. 73D ([[ἔνθα]] ἴδε Οὐϋττεμβάχ.), Φίλων 1. 239. 2) ἐν γένει, ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], [[παρέρχομαι]], ὅ δ’ οὐ [[σφόδρα]] φροντίσας καὶ τὸ προβληθὲν ἀποδιοπομπησάμενος, ἀλλ’ ὑμεῖς γε, ἔφη, κτλ., Ἀθήν. 401Β. ΙΙ. καθήρασθαι καὶ ἀποδιοπομπήσασθαι τὸν οἶκον, ἀπαλλάξαι αὐτὸν πάσης λύμης καὶ παντὸς μιάσματος, Πλάτ. Νόμ. 877Ε, πρβλ. Ρουγκ. Τίμαιον.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />détourner par l'assistance de Zeus, prononcer la formule de conjuration, conjurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[Διός]], [[πομπή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm