Anonymous

ἀποκληρόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0307.png Seite 307]] 1) durchs Loos wählen, βουλήν Thuc. 8, 70 Andoc. 1, 82; σιτοφύλακας Lys. 22, 16; Plat. Legg. VI, 763 e; Folgde. Pass., durchs Loos erwählt werden, Dem. 25. 27; τοῦτό σοι ἀποκεκλήρωται, das ist dir beschieden, Luc. Merc. cond. 32; auch = vertheilen, τινί τι Hel. – 2) vom Loosen ausschließen, Arist. Polit. 4, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0307.png Seite 307]] 1) durchs Loos wählen, βουλήν Thuc. 8, 70 Andoc. 1, 82; σιτοφύλακας Lys. 22, 16; Plat. Legg. VI, 763 e; Folgde. Pass., durchs Loos erwählt werden, Dem. 25. 27; τοῦτό σοι ἀποκεκλήρωται, das ist dir beschieden, Luc. Merc. cond. 32; auch = vertheilen, τινί τι Hel. – 2) vom Loosen ausschließen, Arist. Polit. 4, 14.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> choisir au sort, désigner par la voie du sort, acc.;<br /><b>2</b> distribuer <i>ou</i> assigner par la voie du sort : τινί [[τι]] qch à qqn;<br /><b>3</b> exclure d'un partage par la voie du sort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κληρόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκληρόω''': εκλέγω, [[λαμβάνω]] διὰ κλήρου, Ἡρόδ. 2. 3· ἀπ. ἕνα ἐκ δεκάδος ὁ αὐτ. 3. 25· ἀπὸ πάντων τῶν λόχων Θουκ. 4. 8· ἐν Ἀθήναις, [[ἐκλέγω]] διὰ κλήρου εἰς [[ἀξίωμα]], ὁ αὐτὸς 8. 70, Ἀνδοκ. 11. 19· σιτοφύλακας ἀπ. Λυσ. 165. 35· καὶ ἐν τῷ παθητ. ἐκλέγομαι διὰ κλήρου, Δημ. 778. 4, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 2374. 16: ― Μέσ., πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ., Φίλων 2. 208, Πλούτ. 2. 826Ε. 2) [[διανέμω]] ἢ [[ἀπονέμω]] διὰ κλήρου, χώραν τινὶ Πλούτ. Καῖσ. 51: ― Παθ., ἀπονέμομαι, [[πίπτω]] διὰ κλήρου εἰς τὸ μερίδιόν τινος, τινὶ Λουκ. π. τ. Μισθ. Συνόντ. 32, Φίλων 2. 577: ― [[ὡσαύτως]], [[ἀπονέμω]] εἴς τινα, ἀποδίδω, τι Φίλων 1. 214. ΙΙ. [[ἀποκλείω]] τοῦ δικαιώματος νὰ λάβῃ κλήρους δι’ [[ὑπούργημα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 13, πρβλ. [[ἀπόκληρος]] ΙΙ.
|lstext='''ἀποκληρόω''': εκλέγω, [[λαμβάνω]] διὰ κλήρου, Ἡρόδ. 2. 3· ἀπ. ἕνα ἐκ δεκάδος ὁ αὐτ. 3. 25· ἀπὸ πάντων τῶν λόχων Θουκ. 4. 8· ἐν Ἀθήναις, [[ἐκλέγω]] διὰ κλήρου εἰς [[ἀξίωμα]], ὁ αὐτὸς 8. 70, Ἀνδοκ. 11. 19· σιτοφύλακας ἀπ. Λυσ. 165. 35· καὶ ἐν τῷ παθητ. ἐκλέγομαι διὰ κλήρου, Δημ. 778. 4, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 2374. 16: ― Μέσ., πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ., Φίλων 2. 208, Πλούτ. 2. 826Ε. 2) [[διανέμω]] ἢ [[ἀπονέμω]] διὰ κλήρου, χώραν τινὶ Πλούτ. Καῖσ. 51: ― Παθ., ἀπονέμομαι, [[πίπτω]] διὰ κλήρου εἰς τὸ μερίδιόν τινος, τινὶ Λουκ. π. τ. Μισθ. Συνόντ. 32, Φίλων 2. 577: ― [[ὡσαύτως]], [[ἀπονέμω]] εἴς τινα, ἀποδίδω, τι Φίλων 1. 214. ΙΙ. [[ἀποκλείω]] τοῦ δικαιώματος νὰ λάβῃ κλήρους δι’ [[ὑπούργημα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 13, πρβλ. [[ἀπόκληρος]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> choisir au sort, désigner par la voie du sort, acc.;<br /><b>2</b> distribuer <i>ou</i> assigner par la voie du sort : τινί [[τι]] qch à qqn;<br /><b>3</b> exclure d'un partage par la voie du sort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κληρόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm