ἀπᾴδω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0274.png Seite 274]] im Gesang abweichen, τῇ ἁρμονίᾳ, nicht zusammenklingen, Plat. Legg. VII, 802 e; mißhellig sein, abweichen, ἀπ' [[ἀλλήλων]] II, 662 b; ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Hipp. mai. 292 c; [[πρός]] τι Plut. Lyc. 27; ὡς μὴ ἀπᾴδειν [[θάτερον]] θατέρου Luc. Pisc. 6; Plut. reip. ger. praec. p. 165 τοὺς [[ἄλλως]] ἀπᾴδοντας ἐς τὸ ἐμμελὲς ἄγειν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0274.png Seite 274]] im Gesang abweichen, τῇ ἁρμονίᾳ, nicht zusammenklingen, Plat. Legg. VII, 802 e; mißhellig sein, abweichen, ἀπ' [[ἀλλήλων]] II, 662 b; ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Hipp. mai. 292 c; [[πρός]] τι Plut. Lyc. 27; ὡς μὴ ἀπᾴδειν [[θάτερον]] θατέρου Luc. Pisc. 6; Plut. reip. ger. praec. p. 165 τοὺς [[ἄλλως]] ἀπᾴδοντας ἐς τὸ ἐμμελὲς ἄγειν.
}}
{{bailly
|btext=chanter faux ; <i>fig.</i> être en désaccord : [[πρός]] [[τι]] PLUT avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ᾄδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπᾴδω''': μέλλ. - ᾄσομαι, Πλάτ. Τίμ. 26D: - ᾄδω παραφώνως, διατελῶ ἐν παραφωνίᾳ, δεινόν γὰρ ὅλῃ τῇ ἀρμονίᾳ ἀπᾴδειν ὁ αὐτ. Νόμ. 802Ε, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 21· ἀπολ., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 374C. ΙΙ. μεταφ. διαφωνῶ, [[διαφέρω]], ἀπ’ [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. Νόμ. 662Β· [[πρός]] τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· μετὰ γεν., ἐθῶν Λουκ. Ἀνάχ. 6. 2) [[ἀπομακρύνομαι]], ἀποπλανῶμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. ἀπᾳδόντως, ἀκαταλλήλως, ἀσυμφώνως, Πλωτῖν. 3. 4, 5.
|lstext='''ἀπᾴδω''': μέλλ. - ᾄσομαι, Πλάτ. Τίμ. 26D: - ᾄδω παραφώνως, διατελῶ ἐν παραφωνίᾳ, δεινόν γὰρ ὅλῃ τῇ ἀρμονίᾳ ἀπᾴδειν ὁ αὐτ. Νόμ. 802Ε, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 21· ἀπολ., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 374C. ΙΙ. μεταφ. διαφωνῶ, [[διαφέρω]], ἀπ’ [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. Νόμ. 662Β· [[πρός]] τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· μετὰ γεν., ἐθῶν Λουκ. Ἀνάχ. 6. 2) [[ἀπομακρύνομαι]], ἀποπλανῶμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. ἀπᾳδόντως, ἀκαταλλήλως, ἀσυμφώνως, Πλωτῖν. 3. 4, 5.
}}
{{bailly
|btext=chanter faux ; <i>fig.</i> être en désaccord : [[πρός]] [[τι]] PLUT avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ᾄδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml