Anonymous

ἀσεβέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0369.png Seite 369]] ein [[ἀσεβής]] sein, gottlos handeln, freveln, absolut, λόγοις καὶ ἔργοις Plat. Legg. X, 907 d; [[περί]] τι IX, 868 d; wie Her. 2, 139; εἴς τινα 8, 129; wie Eur. Bacch. 490 u. Dem. 59, 12; ἔς τι Xen. Hell. 1, 4, 6; τινά, beleidigen, kränken, θεόν Aesch. Eum. 260, wie Plut. qu. Rom. 113; c. acc. der Sache, ἐπιτάξεις Plat. Legg. XII, 941 a; pass., [[ὅταν]] τις ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων IX, 877 e; τὰ [[περί]] τινα ἠσεβημένα, die an Einem verübten Frevelthaten, Aeschin.; aber τὰ ἠσ. αὐτῷ, die von ihm verübten Frevelthaten, Lys. 6, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0369.png Seite 369]] ein [[ἀσεβής]] sein, gottlos handeln, freveln, absolut, λόγοις καὶ ἔργοις Plat. Legg. X, 907 d; [[περί]] τι IX, 868 d; wie Her. 2, 139; εἴς τινα 8, 129; wie Eur. Bacch. 490 u. Dem. 59, 12; ἔς τι Xen. Hell. 1, 4, 6; τινά, beleidigen, kränken, θεόν Aesch. Eum. 260, wie Plut. qu. Rom. 113; c. acc. der Sache, ἐπιτάξεις Plat. Legg. XII, 941 a; pass., [[ὅταν]] τις ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων IX, 877 e; τὰ [[περί]] τινα ἠσεβημένα, die an Einem verübten Frevelthaten, Aeschin.; aber τὰ ἠσ. αὐτῷ, die von ihm verübten Frevelthaten, Lys. 6, 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἠσέβουν, <i>f.</i> ἀσεβήσω, <i>ao.</i> ἠσέβησα, <i>pf.</i> ἠσέβηκα;<br /><b>I.</b> être impie, commettre une impiété, un sacrilège, avec [[εἰς]] <i>ou</i> [[περί]] et l'acc. ; avec un acc. ἀσεβεῖν τινα <i>ou</i> [[τι]] outrager qqn <i>ou</i> qch par une impiété;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i><br /><b>1</b> être profané, outragé par une impiété;<br /><b>2</b> être commis sous forme d'impiété : τὰ ἠσεβημένα les impiétés commises.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσεβής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσεβέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἀσεβής]], φέρομαι ἀσεβῶς, [[ἁμαρτάνω]] περὶ τὰ θεῖα, [[πράττω]] ἱροσυλίαν, ἀντιδιαστέλλεται δὲ τοῦ [[ἀδικέω]], Ἡρόδ. 1. 159, Ἀριστοφ. Θεσμ. 367· ἀσ. εἴς τινα ἢ τι Ἡρόδ. 8. 129, Εὐρ. Βάκχ. 490, Ἀντιφῶν 125. 26· [[περί]] τινα ἢ τι Ἡρόδ. 2. 139, Ἀντιφῶν 140. 27, Ξεν. Ἀπολ. 22, κτλ.· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Κυν. 13, 16· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστ. αἰτιατικῆς, ἀσ. [[ἀσέβημα]] Πλάτ. Νόμ. 910C, πρβλ. 941Α· περὶ οὗ τὴν ἑορτὴν ἀσεβῶν ἥλωκε Δημ. 587. 2. 2) σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσώπου, [[ἁμαρτάνω]] [[ἐναντίον]] τινός, ἢ θεὸν ἢ ξένον τιν’ ἀσεβῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 271· ἀσ. θεοὺς Διόδ. 1. 77, Πλούτ. 2. 291C· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., ἀσεβοῦνται οἱ θεοὶ Λυσ. 191. 10· ἐπὶ οἴκου μολυνθέντος ἐξ ἀσεβοῦς πράξεως τοῦ ἰδιοκτήτου, [[ὅταν]] οὖν τις ἅμα δυστυχηθῇ καὶ ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων Πλάτ. Νόμ. 877Ε. 3) Παθ. καὶ ἐπὶ τῆς πράξεως, ἐμοὶ ἠσέβηται οὐδὲν [[περί]] τινος, ὑπ’ ἐμοῦ οὐδὲν ἀσεβὲς ἐπράχθη [[περί]] τινος, Ἀνδοκ. 2. 27· τὰ ἠσεβημένα Λυσ. 103. 35.
|lstext='''ἀσεβέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἀσεβής]], φέρομαι ἀσεβῶς, [[ἁμαρτάνω]] περὶ τὰ θεῖα, [[πράττω]] ἱροσυλίαν, ἀντιδιαστέλλεται δὲ τοῦ [[ἀδικέω]], Ἡρόδ. 1. 159, Ἀριστοφ. Θεσμ. 367· ἀσ. εἴς τινα ἢ τι Ἡρόδ. 8. 129, Εὐρ. Βάκχ. 490, Ἀντιφῶν 125. 26· [[περί]] τινα ἢ τι Ἡρόδ. 2. 139, Ἀντιφῶν 140. 27, Ξεν. Ἀπολ. 22, κτλ.· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Κυν. 13, 16· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστ. αἰτιατικῆς, ἀσ. [[ἀσέβημα]] Πλάτ. Νόμ. 910C, πρβλ. 941Α· περὶ οὗ τὴν ἑορτὴν ἀσεβῶν ἥλωκε Δημ. 587. 2. 2) σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσώπου, [[ἁμαρτάνω]] [[ἐναντίον]] τινός, ἢ θεὸν ἢ ξένον τιν’ ἀσεβῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 271· ἀσ. θεοὺς Διόδ. 1. 77, Πλούτ. 2. 291C· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., ἀσεβοῦνται οἱ θεοὶ Λυσ. 191. 10· ἐπὶ οἴκου μολυνθέντος ἐξ ἀσεβοῦς πράξεως τοῦ ἰδιοκτήτου, [[ὅταν]] οὖν τις ἅμα δυστυχηθῇ καὶ ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων Πλάτ. Νόμ. 877Ε. 3) Παθ. καὶ ἐπὶ τῆς πράξεως, ἐμοὶ ἠσέβηται οὐδὲν [[περί]] τινος, ὑπ’ ἐμοῦ οὐδὲν ἀσεβὲς ἐπράχθη [[περί]] τινος, Ἀνδοκ. 2. 27· τὰ ἠσεβημένα Λυσ. 103. 35.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἠσέβουν, <i>f.</i> ἀσεβήσω, <i>ao.</i> ἠσέβησα, <i>pf.</i> ἠσέβηκα;<br /><b>I.</b> être impie, commettre une impiété, un sacrilège, avec [[εἰς]] <i>ou</i> [[περί]] et l'acc. ; avec un acc. ἀσεβεῖν τινα <i>ou</i> [[τι]] outrager qqn <i>ou</i> qch par une impiété;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i><br /><b>1</b> être profané, outragé par une impiété;<br /><b>2</b> être commis sous forme d'impiété : τὰ ἠσεβημένα les impiétés commises.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσεβής]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR