Anonymous

ἀτέχνως: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] adv. zum vorigen, oder ἀτεχνῶς von [[ἀτεχνής]], 1) kunstlos, einfach, Xen. Mem. 3, 11, 7, wahrhaft; vgl. Plut. Lyc. 17. – 2) natürlicherweise, durchaus, geradeweg; in dieser Bdtg immer ἀτεχνῶς, oft bei Ar. u. Plat., u. mit der Negation gar nicht, Polit. 288 a; bes. in Vergleichungen, ἀτεχνῶς [[ὥσπερ]] [[ἐραστής]] Conv. 217 c; ἀτεχνῶς οἷον πετόμενοι, ganz wie, Legg. XII, 952 c, u. sonst oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] adv. zum vorigen, oder ἀτεχνῶς von [[ἀτεχνής]], 1) kunstlos, einfach, Xen. Mem. 3, 11, 7, wahrhaft; vgl. Plut. Lyc. 17. – 2) natürlicherweise, durchaus, geradeweg; in dieser Bdtg immer ἀτεχνῶς, oft bei Ar. u. Plat., u. mit der Negation gar nicht, Polit. 288 a; bes. in Vergleichungen, ἀτεχνῶς [[ὥσπερ]] [[ἐραστής]] Conv. 217 c; ἀτεχνῶς οἷον πετόμενοι, ganz wie, Legg. XII, 952 c, u. sonst oft.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans art, au hasard <i>ou</i> grossièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεχνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτέχνως''': ἐπίρρ. τοῦ ἄτεχνος, [[ἄνευ]] τέχνης, [[ἄνευ]] τῶν κανόνων τῆς τέχνης, ἐμπειρικῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 7, Πλάτ. Γοργ. 501Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb. ΙΙ. ἀτεχνῶς, (μετὰ τῆς παραληγούσης βραχείας), ἐπίρρ. τοῦ [[ἀτεχνής]], [[ἁπλῶς]], τοῦτ’ ἔστι, πράγματι, ἀπολύτως, Λατ. plane, prorsus, omnino, συχν. παρὰ τοῖς Κωμικοῖς, Πλάτ., κλ.· ἀτεχνῶς ἥκω παρεσκευασμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 37, πρβλ. Νεφ. 408, 1174, κ. ἀλλ.· καλὸν ἀτεχνῶς, [[ἁπλῶς]] ὡραῖον ὁ αὐτ. Ὄρν. 820· ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα ὁ αὐτ. Βάτρ. 106· [[ῥύγχος]] ἀτεχνῶς ἔσθ’ ὑός, [[ἁπλῶς]] τὸ [[ῥύγχος]] χοίρου, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 3· ἀτεχνῶς μὲν οὖν τὸ λεγόμενον [[σκύτη]] βλέπει Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 12· ἀτεχνῶς τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη Πλάτ. Συμπ. 198C· bona fide, εἰλικρινῶς, ἀντίθ. τῇ φράσει κόμπου [[ἕνεκα]], Φιλόστρ. 260· - συχν. ἐν συγκρίσεσιν, ἀτεχνῶς [[ὥσπερ]], ἀκριβῶς [[ὅπως]], Πλάτ. Φαίδων 90C, κτλ.· ἀτεχνῶς [[οἷον]] ὁ αὐτ. Νόμ. 952Ε· - μετ’ ἀρνήσεως, οὐδ’ ἂν διαλεχθείην γ΄ ἀτεχνῶς, ἀκριβῶς οὐδὲ λέξιν θὰ ἔλεγον εἰς αὐτόν, Ἀριστοφ. Νεφ. 425· ἀτεχνῶς [[οὐδείς]], [[ἁπλῶς]] [[οὐδείς]], ὁ αὐτ. Ὄρν. 605, πρβλ. Πλ. 362, Πλάτ. Πολιτ. 288Α. - περὶ τοῦ [[ἀτέχνως]] καὶ τοῦ ἀτεχνῶς ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 109.
|lstext='''ἀτέχνως''': ἐπίρρ. τοῦ ἄτεχνος, [[ἄνευ]] τέχνης, [[ἄνευ]] τῶν κανόνων τῆς τέχνης, ἐμπειρικῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 7, Πλάτ. Γοργ. 501Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb. ΙΙ. ἀτεχνῶς, (μετὰ τῆς παραληγούσης βραχείας), ἐπίρρ. τοῦ [[ἀτεχνής]], [[ἁπλῶς]], τοῦτ’ ἔστι, πράγματι, ἀπολύτως, Λατ. plane, prorsus, omnino, συχν. παρὰ τοῖς Κωμικοῖς, Πλάτ., κλ.· ἀτεχνῶς ἥκω παρεσκευασμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 37, πρβλ. Νεφ. 408, 1174, κ. ἀλλ.· καλὸν ἀτεχνῶς, [[ἁπλῶς]] ὡραῖον ὁ αὐτ. Ὄρν. 820· ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα ὁ αὐτ. Βάτρ. 106· [[ῥύγχος]] ἀτεχνῶς ἔσθ’ ὑός, [[ἁπλῶς]] τὸ [[ῥύγχος]] χοίρου, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 3· ἀτεχνῶς μὲν οὖν τὸ λεγόμενον [[σκύτη]] βλέπει Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 12· ἀτεχνῶς τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη Πλάτ. Συμπ. 198C· bona fide, εἰλικρινῶς, ἀντίθ. τῇ φράσει κόμπου [[ἕνεκα]], Φιλόστρ. 260· - συχν. ἐν συγκρίσεσιν, ἀτεχνῶς [[ὥσπερ]], ἀκριβῶς [[ὅπως]], Πλάτ. Φαίδων 90C, κτλ.· ἀτεχνῶς [[οἷον]] ὁ αὐτ. Νόμ. 952Ε· - μετ’ ἀρνήσεως, οὐδ’ ἂν διαλεχθείην γ΄ ἀτεχνῶς, ἀκριβῶς οὐδὲ λέξιν θὰ ἔλεγον εἰς αὐτόν, Ἀριστοφ. Νεφ. 425· ἀτεχνῶς [[οὐδείς]], [[ἁπλῶς]] [[οὐδείς]], ὁ αὐτ. Ὄρν. 605, πρβλ. Πλ. 362, Πλάτ. Πολιτ. 288Α. - περὶ τοῦ [[ἀτέχνως]] καὶ τοῦ ἀτεχνῶς ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 109.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans art, au hasard <i>ou</i> grossièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεχνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm