Anonymous

ἀτέχνως: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans art, au hasard <i>ou</i> grossièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεχνος]].
|btext=<i>adv.</i><br />sans art, au hasard <i>ou</i> grossièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεχνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτέχνως:''' [[безыскусственно]], [[просто]] Xen., Plat., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτέχνως:''' επίρρ. του [[ἄτεχνος]],<br /><b class="num">I.</b> [[χωρίς]] τους κανόνες της τέχνης, εμπειρικά, σε Ξεν., Πλάτ. <b>II. [[ἀτεχνῶς]]</b> (με την παραλήγ. βραχεία) επίρρ. του [[ἀτεχνής]], [[απλώς]] δηλ. πραγματικά, απόλυτα, Λατ. [[plane]], [[omnino]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>καλὸνἀτέχνως</i>, [[απλώς]] όμορφο, σε Αριστοφ.· σε συγκρίσεις, [[ἀτεχνῶς]] [[ὥσπερ]], ακριβώς όπως, σε Πλάτ.· με [[άρνηση]], ακριβώς όχι, σε Αριστοφ.· [[ἀτεχνῶς]] [[οὐδείς]], [[απλώς]] [[κανείς]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀτέχνως:''' επίρρ. του [[ἄτεχνος]],<br /><b class="num">I.</b> [[χωρίς]] τους κανόνες της τέχνης, εμπειρικά, σε Ξεν., Πλάτ. <b>II. [[ἀτεχνῶς]]</b> (με την παραλήγ. βραχεία) επίρρ. του [[ἀτεχνής]], [[απλώς]] δηλ. πραγματικά, απόλυτα, Λατ. [[plane]], [[omnino]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>καλὸνἀτέχνως</i>, [[απλώς]] όμορφο, σε Αριστοφ.· σε συγκρίσεις, [[ἀτεχνῶς]] [[ὥσπερ]], ακριβώς όπως, σε Πλάτ.· με [[άρνηση]], ακριβώς όχι, σε Αριστοφ.· [[ἀτεχνῶς]] [[οὐδείς]], [[απλώς]] [[κανείς]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτέχνως:''' [[безыскусственно]], [[просто]] Xen., Plat., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb of [[ἄτεχνος]]<br />without rules of art, [[empirically]], Xen., Plat.
|mdlsjtxt=[adverb of [[ἄτεχνος]]<br />without rules of art, [[empirically]], Xen., Plat.
}}
}}