Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκδέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0756.png Seite 756]] (s. δέω), an Etwas festbinden, anbinden; [[δρῦς]] ἔκδεον ἡμιόνων, sie banden die Eichen an Mauleseln fest, spannten diese zum Fortziehen davor, Il. 23, 121; σανίδας ἐκδῆσαι, die Thüren an den Pfosten anbinden, sie schließen, Od. 22, 174; χέρας βρόχοισιν, an einander binden, Eur. Andr. 556 u. Sp., wie Luc., δράκοντας ἐπὶ κοντῶν ἐκδεδεμένους, darauf festgebunden. – Med., sich Etwas festbinden, ἀγάλματα, umhängen, Her. 4, 76; wie das act. ἀκταῖσιν ἐκδήσαντο πλεκτὰς πεισμάτων ἀρχάς Eur. Hipp. 761, am Gestade; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0756.png Seite 756]] (s. δέω), an Etwas festbinden, anbinden; [[δρῦς]] ἔκδεον ἡμιόνων, sie banden die Eichen an Mauleseln fest, spannten diese zum Fortziehen davor, Il. 23, 121; σανίδας ἐκδῆσαι, die Thüren an den Pfosten anbinden, sie schließen, Od. 22, 174; χέρας βρόχοισιν, an einander binden, Eur. Andr. 556 u. Sp., wie Luc., δράκοντας ἐπὶ κοντῶν ἐκδεδεμένους, darauf festgebunden. – Med., sich Etwas festbinden, ἀγάλματα, umhängen, Her. 4, 76; wie das act. ἀκταῖσιν ἐκδήσαντο πλεκτὰς πεισμάτων ἀρχάς Eur. Hipp. 761, am Gestade; Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. ao. inf.</i> ἐκδῆσαι <i>et part.</i> ἐκδήσας;<br />lier à : [[τί]] τινος attacher une chose à une autre (un câble à un rocher, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b> (seul. ao. et pqp.</i>);<br /><b>1</b> attacher à : [[τί]] τινι une chose à une autre;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> attacher à soi-même, <i>càd</i> suspendre à son cou, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[δέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔκ τινος, προσδένω εἴς τι, ἐξαρτῶ, μετὰ γεν. πέτρης ἐκ πείσματα δήσας Ὀδ. Κ. 96· [[δρῦς]] ἔκδεον ἡμιόνων, ἔδενον τὰς [[δρῦς]] εἰς τὰς ἡμιόνους [[ὅπως]] ἕλκωσιν αὐτάς, Ψ. 121· ἀπολ., σανίδας ἐκδῆσαι [[ὄπισθεν]], κλεῖσαι, στερεῶσαι, δῆσαι τὴν θύραν [[ὄπισθεν]] διὰ τοῦ ἱμάντος, ἢ κατὰ τὸν Merry νὰ δέσωσι σανίδας εἰς τὴν ῥάχιν [[αὐτοῦ]] πρὸς τιμωρίαν (πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 931, 940), Ὀδ. Χ. 174· χέρας βρόχοισιν ἐκδήσαντες Εὐρ. Ἀνδρ. 556: - Μέσ., δένω τι «[[ἐπάνω]] μου», [[κρεμῶ]] τι περὶ ἐμαυτόν, ἐκδήσασθαι ἀγάλματα, προστηθίδια ἢ τύπους τινάς, Ἡρόδ. 4. 76· [[ὡσαύτως]], δένω ἢ στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, ἀκταῖσιν... πεισμάτων ἀρχάς, τὰς ἄκρας τῶν [[σχοινίων]], Εὐρ. Ἱππ. 761· τὸν νεκρὸν ἐκ τοῦ δίφρου Συλλ. Ἐπιγρ. 6125. 96.
|lstext='''ἐκδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔκ τινος, προσδένω εἴς τι, ἐξαρτῶ, μετὰ γεν. πέτρης ἐκ πείσματα δήσας Ὀδ. Κ. 96· [[δρῦς]] ἔκδεον ἡμιόνων, ἔδενον τὰς [[δρῦς]] εἰς τὰς ἡμιόνους [[ὅπως]] ἕλκωσιν αὐτάς, Ψ. 121· ἀπολ., σανίδας ἐκδῆσαι [[ὄπισθεν]], κλεῖσαι, στερεῶσαι, δῆσαι τὴν θύραν [[ὄπισθεν]] διὰ τοῦ ἱμάντος, ἢ κατὰ τὸν Merry νὰ δέσωσι σανίδας εἰς τὴν ῥάχιν [[αὐτοῦ]] πρὸς τιμωρίαν (πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 931, 940), Ὀδ. Χ. 174· χέρας βρόχοισιν ἐκδήσαντες Εὐρ. Ἀνδρ. 556: - Μέσ., δένω τι «[[ἐπάνω]] μου», [[κρεμῶ]] τι περὶ ἐμαυτόν, ἐκδήσασθαι ἀγάλματα, προστηθίδια ἢ τύπους τινάς, Ἡρόδ. 4. 76· [[ὡσαύτως]], δένω ἢ στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, ἀκταῖσιν... πεισμάτων ἀρχάς, τὰς ἄκρας τῶν [[σχοινίων]], Εὐρ. Ἱππ. 761· τὸν νεκρὸν ἐκ τοῦ δίφρου Συλλ. Ἐπιγρ. 6125. 96.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. ao. inf.</i> ἐκδῆσαι <i>et part.</i> ἐκδήσας;<br />lier à : [[τί]] τινος attacher une chose à une autre (un câble à un rocher, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b> (seul. ao. et pqp.</i>);<br /><b>1</b> attacher à : [[τί]] τινι une chose à une autre;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> attacher à soi-même, <i>càd</i> suspendre à son cou, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[δέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth