Anonymous

ἐκτυπόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0784.png Seite 784]] aus-, abdrücken, bes. von erhabener Arbeit, ausprägen; οἱ ἐν ταῖς στήλαις κατὰ γραφὴν ἐκτετυπωμένοι Plat. Conv. 193 a; ἐν τῷ βάθρῳ τὰ ἑαυτοῦ ἔργα ἐξετύπωσεν Xen. Equ. 2, 1. Auch im med., [[ὥσπερ]] εἰς [[κάτοπτρον]] τὴν δόξαν εἰς τὴν διὰ τοῦ στόματος ῥοήν, abbilden, Plat. Theaet. 206 c, vgl. Legg. VI, 775 d; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0784.png Seite 784]] aus-, abdrücken, bes. von erhabener Arbeit, ausprägen; οἱ ἐν ταῖς στήλαις κατὰ γραφὴν ἐκτετυπωμένοι Plat. Conv. 193 a; ἐν τῷ βάθρῳ τὰ ἑαυτοῦ ἔργα ἐξετύπωσεν Xen. Equ. 2, 1. Auch im med., [[ὥσπερ]] εἰς [[κάτοπτρον]] τὴν δόξαν εἰς τὴν διὰ τοῦ στόματος ῥοήν, abbilden, Plat. Theaet. 206 c, vgl. Legg. VI, 775 d; Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐκτυπώσω, <i>ao.</i> ἐξετύπωσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. seul. part. ao. et pf.</i><br /><b>1</b> modeler, tailler en relief, relever en bosse;<br /><b>2</b> façonner d'après un modèle.<br />'''Étymologie:''' [[ἔκτυπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτῠπόω''': ἐξεργάζομαί τι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐξέχῃ τῆς ἐπιπέδου ἐπιφανείας, ἐν τῷ βάθρῳ τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἔργα ἐξετύπωσεν Ξεν. Ἱππ. 1. 1: - Παθ., οἱ ἐν στήλαις ἐκτετυπωμένοι Πλάτ. Συμπ. 193Α, πρβλ. Τίμ. 50D· οἱ ἐκτυπωθέντες, οἱ κατὰ τοῦτον τὸν τύπον ἐσχηματισμένοι, Ἰσοκρ. 294Ε. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκτυποῦσθαί τι εἰς [[ὕδωρ]], κτλ., σχηματίζειν εἰκόνα πράγματός τινος [[ἐπάνω]] εἰς..., Πλάτ. Θεαίτ. 206D, πρβλ. Νόμ. 775D.
|lstext='''ἐκτῠπόω''': ἐξεργάζομαί τι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐξέχῃ τῆς ἐπιπέδου ἐπιφανείας, ἐν τῷ βάθρῳ τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἔργα ἐξετύπωσεν Ξεν. Ἱππ. 1. 1: - Παθ., οἱ ἐν στήλαις ἐκτετυπωμένοι Πλάτ. Συμπ. 193Α, πρβλ. Τίμ. 50D· οἱ ἐκτυπωθέντες, οἱ κατὰ τοῦτον τὸν τύπον ἐσχηματισμένοι, Ἰσοκρ. 294Ε. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκτυποῦσθαί τι εἰς [[ὕδωρ]], κτλ., σχηματίζειν εἰκόνα πράγματός τινος [[ἐπάνω]] εἰς..., Πλάτ. Θεαίτ. 206D, πρβλ. Νόμ. 775D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐκτυπώσω, <i>ao.</i> ἐξετύπωσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. seul. part. ao. et pf.</i><br /><b>1</b> modeler, tailler en relief, relever en bosse;<br /><b>2</b> façonner d'après un modèle.<br />'''Étymologie:''' [[ἔκτυπος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm