3,277,119
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0829.png Seite 829]] 1) daran anknüpfen, einbinden; λίθον εἰς τὸν περίδρομον Xen. Cyn. 6, 8; ῥύματα ταῖς σχεδίαις Pol. 3, 46, 5; a. Sp.; θώρακος κύτει ἐνημμένῳ, der fest angefügt ist, anschließt, Ar. Par 1225. – Med., sich einhüllen, anziehen; Αἰθίοπες παρδαλέας ἐναμμένοι Her. 7, 69; διφθέραν [[ἐνημμένος]] Ar. Eccl. 80; Sp., wie ἐνῆπται Luc. Herc. 1 Tim. 6. – Auch = anrühren, berühren; αἰτίας ἐνημμένοι [[εἰσί]] Arist. Metaphys. 1, 7, richtiger ἡμμένοι. – 2) anzünden, Ar. Par 1031. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0829.png Seite 829]] 1) daran anknüpfen, einbinden; λίθον εἰς τὸν περίδρομον Xen. Cyn. 6, 8; ῥύματα ταῖς σχεδίαις Pol. 3, 46, 5; a. Sp.; θώρακος κύτει ἐνημμένῳ, der fest angefügt ist, anschließt, Ar. Par 1225. – Med., sich einhüllen, anziehen; Αἰθίοπες παρδαλέας ἐναμμένοι Her. 7, 69; διφθέραν [[ἐνημμένος]] Ar. Eccl. 80; Sp., wie ἐνῆπται Luc. Herc. 1 Tim. 6. – Auch = anrühren, berühren; αἰτίας ἐνημμένοι [[εἰσί]] Arist. Metaphys. 1, 7, richtiger ἡμμένοι. – 2) anzünden, Ar. Par 1031. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>part. pf. Pass.</i> [[ἐνημμένος]];<br />attacher à <i>ou</i> dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνάπτομαι (<i>surtout au pf.</i>) ajuster sur soi, se revêtir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἅπτω]]¹.<br /><span class="bld">2</span>allumer, enflammer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνάπτομαι allumer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἅπτω]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνάπτω''': μέλλ. -ψω, δένω ἐπί τινος ἢ εἴς τι, σπάργανά τινι Εὐρ. Ἴων 1491˙ τι εἴς τι Ξεν. Κυνηγ. 6, 8. ‒ Παθ., θώρακος κύτει ἐνημμένῳ κάλλιστα, προσηρμοσμένῳ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1225. 2) ἐν τῷ παθ. ἐπὶ προσώπων, φορῶ, περιβάλλομαί τι, μετ’ αἰτ., λεοντέας ἐναμμένοι (Ἰων. ἀντὶ ἐνημμ-) Ἡρόδ. 7. 69˙ διφθέραν [[ἐνημμένος]] Ἀριστοφ. Νεφ. 72˙ παρδαλᾶς ἐνημμένοι ὁ αὐτ. Ὄρν. 1250, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπω, ὁ [[χορός]]‥. ἐναψάμενος δάπιδας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 249. ΙΙ. [[ἀνάπτω]], πυρπολῶ, ὁ αὐτ. Εἰρ. 1032, ἐν τῷ πάθ. ― Μέσ., [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτὸν φῶς, Λυσ. 93. 2. ΙΙΙ. Μέσ., [[ἐγγίζω]], ὡς τὸ ἅπτομαι, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει [[καλῶς]]. | |lstext='''ἐνάπτω''': μέλλ. -ψω, δένω ἐπί τινος ἢ εἴς τι, σπάργανά τινι Εὐρ. Ἴων 1491˙ τι εἴς τι Ξεν. Κυνηγ. 6, 8. ‒ Παθ., θώρακος κύτει ἐνημμένῳ κάλλιστα, προσηρμοσμένῳ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1225. 2) ἐν τῷ παθ. ἐπὶ προσώπων, φορῶ, περιβάλλομαί τι, μετ’ αἰτ., λεοντέας ἐναμμένοι (Ἰων. ἀντὶ ἐνημμ-) Ἡρόδ. 7. 69˙ διφθέραν [[ἐνημμένος]] Ἀριστοφ. Νεφ. 72˙ παρδαλᾶς ἐνημμένοι ὁ αὐτ. Ὄρν. 1250, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπω, ὁ [[χορός]]‥. ἐναψάμενος δάπιδας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 249. ΙΙ. [[ἀνάπτω]], πυρπολῶ, ὁ αὐτ. Εἰρ. 1032, ἐν τῷ πάθ. ― Μέσ., [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτὸν φῶς, Λυσ. 93. 2. ΙΙΙ. Μέσ., [[ἐγγίζω]], ὡς τὸ ἅπτομαι, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει [[καλῶς]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |