Anonymous

ἐναύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0831.png Seite 831]] anzünden; πῦρ τινι, Einem Feuer anzünden, od. ihn Feuer anzünden lassen, Her. 7, 231; Xen. Mem. 2, 2, 12; es wurde verboten [[μήτε]] πῦρ ἐναύειν τούτῳ (einem Geächteten) [[μήτε]] συσσιτεῖν μηδένα [[μήτε]] θυσιῶν τῶν γενομένων κοινωνεῖν Din. 2, 9; Pol. 9, 40, 5. – Med., πῦρ ἐναύεσθαι, sich Feuer anzünden, holen, B. A. 13, 20, aus Cratin.; ἐκ τοῦ βωμοῦ Ael. bei Suid.; ἐκ τῆς Αἴτνης Luc. Tim. 6; ἀπὸ ἑτέρου [[πυρός]] Plut. Num. 9. Übertr., τὸ [[θάρσος]] τῆς πορείας παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασθαι Plat. Ax. 371 e, sich den Muth entzünden, anfeuern; τὸν λόγον, den Stoff, die Veranlassung der Rede woher nehmen, Ael. bei Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0831.png Seite 831]] anzünden; πῦρ τινι, Einem Feuer anzünden, od. ihn Feuer anzünden lassen, Her. 7, 231; Xen. Mem. 2, 2, 12; es wurde verboten [[μήτε]] πῦρ ἐναύειν τούτῳ (einem Geächteten) [[μήτε]] συσσιτεῖν μηδένα [[μήτε]] θυσιῶν τῶν γενομένων κοινωνεῖν Din. 2, 9; Pol. 9, 40, 5. – Med., πῦρ ἐναύεσθαι, sich Feuer anzünden, holen, B. A. 13, 20, aus Cratin.; ἐκ τοῦ βωμοῦ Ael. bei Suid.; ἐκ τῆς Αἴτνης Luc. Tim. 6; ἀπὸ ἑτέρου [[πυρός]] Plut. Num. 9. Übertr., τὸ [[θάρσος]] τῆς πορείας παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασθαι Plat. Ax. 371 e, sich den Muth entzünden, anfeuern; τὸν λόγον, den Stoff, die Veranlassung der Rede woher nehmen, Ael. bei Suid.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>allumer : [[πῦρ]] du feu;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐναύομαι allumer pour soi : ἔκ τινος à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αὕω]]².<br /><span class="bld">2</span>crier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αὔω]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναύω''': παρατ. ἔναυον Ἡρόδ. 7. 231: ἀόρ. εὐκτ. ἐναύσειε Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 3· ἀπαρ. ἐναῦσαι Πλουτ. Φωκ. 37. ― Μέσ., Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 128: μέλλ. -σομαι Λόγγ. 3. 6: ἀόρ. ἐναύσασθαι Πλάτ. Ἀξ. 371Ε, κτλ. Δίδω εἴς τινα νὰ ἀνάψῃ, [[οὐκοῦν]], ἔφη ὁ [[Σωκράτης]], καὶ τῷ γείτονι βούλει σὺ ἀρέσκειν, ἵνα σοι καὶ πῦρ ἐναύῃ [[ὅταν]] τούτου δέῃ...; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12. Ἦτο καθῆκον παντὸς καλοῦ γείτονος νὰ δίδῃ [[ἔναυσμα]] εἰς τὸν πλησίον [[αὐτοῦ]] ἐὰν εἶχεν ἀνάγκην τούτου, ὁ δὲ ἀρνούμενος ἐθεωρεῖτο [[ἐπάρατος]], Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 3, πρβλ. Κικ. Off. 1. 16· ἀλλ’ εἰς τοὺς ἀτίμους οὐδεὶς ἔδιδε πῦρ πρὸς ἔναυσιν, [[οὔτε]] οἱ (τῷ Ἀριστοδήμῳ) πῦρ οὐδεὶς ἔναυε Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δείναρχ. 106. 12, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 235 κἑξ.: ― Μέσ., [[ἀνάπτω]], ἀναρριπίσας τὸν κεραυνὸν ἢ ἐκ τῆς Οἴτης ἐναυσάμενος Λουκ. Τίμ. 6· ἀπὸ ἑτέρου πυρὸς Πλουτ. Νουμ. 9· μεταφ., [[λαμβάνω]], καὶ τὸ [[θάρσος]] τῆς [[ἐκεῖσε]] πορείας παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασθαι Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - «[[ἐντεῦθεν]] [[Εὐριπίδης]] ἐναυσάμενος τὸν λόγον ἅπαντα [[εἶτα]] μέντοι Φοίνικι περιτίθησιν» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐναύνειν· - «καί τινα ἐξ [[αὐτοῦ]] διδασκαλίαν ἐναυσάμενοι» Αἰλιαν. παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐναύσματα.
|lstext='''ἐναύω''': παρατ. ἔναυον Ἡρόδ. 7. 231: ἀόρ. εὐκτ. ἐναύσειε Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 3· ἀπαρ. ἐναῦσαι Πλουτ. Φωκ. 37. ― Μέσ., Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 128: μέλλ. -σομαι Λόγγ. 3. 6: ἀόρ. ἐναύσασθαι Πλάτ. Ἀξ. 371Ε, κτλ. Δίδω εἴς τινα νὰ ἀνάψῃ, [[οὐκοῦν]], ἔφη ὁ [[Σωκράτης]], καὶ τῷ γείτονι βούλει σὺ ἀρέσκειν, ἵνα σοι καὶ πῦρ ἐναύῃ [[ὅταν]] τούτου δέῃ...; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12. Ἦτο καθῆκον παντὸς καλοῦ γείτονος νὰ δίδῃ [[ἔναυσμα]] εἰς τὸν πλησίον [[αὐτοῦ]] ἐὰν εἶχεν ἀνάγκην τούτου, ὁ δὲ ἀρνούμενος ἐθεωρεῖτο [[ἐπάρατος]], Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 3, πρβλ. Κικ. Off. 1. 16· ἀλλ’ εἰς τοὺς ἀτίμους οὐδεὶς ἔδιδε πῦρ πρὸς ἔναυσιν, [[οὔτε]] οἱ (τῷ Ἀριστοδήμῳ) πῦρ οὐδεὶς ἔναυε Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δείναρχ. 106. 12, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 235 κἑξ.: ― Μέσ., [[ἀνάπτω]], ἀναρριπίσας τὸν κεραυνὸν ἢ ἐκ τῆς Οἴτης ἐναυσάμενος Λουκ. Τίμ. 6· ἀπὸ ἑτέρου πυρὸς Πλουτ. Νουμ. 9· μεταφ., [[λαμβάνω]], καὶ τὸ [[θάρσος]] τῆς [[ἐκεῖσε]] πορείας παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασθαι Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - «[[ἐντεῦθεν]] [[Εὐριπίδης]] ἐναυσάμενος τὸν λόγον ἅπαντα [[εἶτα]] μέντοι Φοίνικι περιτίθησιν» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐναύνειν· - «καί τινα ἐξ [[αὐτοῦ]] διδασκαλίαν ἐναυσάμενοι» Αἰλιαν. παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐναύσματα.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>allumer : [[πῦρ]] du feu;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐναύομαι allumer pour soi : ἔκ τινος à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αὕω]]².<br /><span class="bld">2</span>crier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αὔω]]¹.
}}
}}
{{grml
{{grml