Anonymous

ἐνάρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0830.png Seite 830]] anfangen, den Anfang mit Etwas machen; τοῦ λόγου Plut. Cic. 35; abs., Cam. 32; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 1, 3; [[περί]] τινος, Luc. Philops. 39. – Bes. τὰ κανᾶ, das Opfer beginnen, indem man die heilige Gerste, [[οὐλοχύται]], aus den Körben nimmt, Eur. I. A. 1471, vgl. 955 El. 1142; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Aesch. 3, 120.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0830.png Seite 830]] anfangen, den Anfang mit Etwas machen; τοῦ λόγου Plut. Cic. 35; abs., Cam. 32; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 1, 3; [[περί]] τινος, Luc. Philops. 39. – Bes. τὰ κανᾶ, das Opfer beginnen, indem man die heilige Gerste, [[οὐλοχύται]], aus den Körben nimmt, Eur. I. A. 1471, vgl. 955 El. 1142; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Aesch. 3, 120.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐνάρξομαι, <i>pf.</i> [[ἐνῆργμαι]];<br />commencer, <i>abs. ou</i> τινος, [[περί]] τινος commencer qch ; [[ἐν]]. τὰ κανᾶ EUR commencer le sacrifice <i>litt.</i> commencer à offrir les corbeilles sacrées ; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ ESCHN on a offert les corbeilles, <i>càd</i> le sacrifice est commencé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνάρχομαι''': μέλλ. -ξομαι: Ἀποθ.: ― ἐπὶ θυσιῶν, ποιοῦμαι ἔναρξιν τῆς θυσίας λαμβάνων τὴν κριθὴν (οὐλοχύτας) ἐκ τοῦ κανίστρου (κανοῦ), κανᾶ δ’ ἐναρχέσθω τις Εὐρ. Ἰ. Α. 1471· οὕτω, προχύτας χέρνιβάς τ’ ἐνάρξεται [[αὐτόθι]] 955: ― πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., κανοῦν δ’ ἐνῆρκται ὁ αὐτὸς Ἠλ. 1142· ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Αἰσχίν. 70. 31· πρβλ. κατάρχομαι. 2) [[καθόλου]], [[ἀρχίζω]], Πολύβ. κλ.· μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 5. 1, 5· ἐναρχομένης τῆς θερείας (ἀρχομένης Schweig.) ὁ αὐτ. 5. 1, 3, κτλ. ΙΙ. μεταγεν. τὸ ἐνεργ., 1) [[ἀρχίζω]], ἐνῆρξε θρήνου Ἑβδ. (Σειρ. ΛΗ΄, 16). 2) ἔχω [[ἀρχήν]], ἐξουσίαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2350.
|lstext='''ἐνάρχομαι''': μέλλ. -ξομαι: Ἀποθ.: ― ἐπὶ θυσιῶν, ποιοῦμαι ἔναρξιν τῆς θυσίας λαμβάνων τὴν κριθὴν (οὐλοχύτας) ἐκ τοῦ κανίστρου (κανοῦ), κανᾶ δ’ ἐναρχέσθω τις Εὐρ. Ἰ. Α. 1471· οὕτω, προχύτας χέρνιβάς τ’ ἐνάρξεται [[αὐτόθι]] 955: ― πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., κανοῦν δ’ ἐνῆρκται ὁ αὐτὸς Ἠλ. 1142· ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Αἰσχίν. 70. 31· πρβλ. κατάρχομαι. 2) [[καθόλου]], [[ἀρχίζω]], Πολύβ. κλ.· μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 5. 1, 5· ἐναρχομένης τῆς θερείας (ἀρχομένης Schweig.) ὁ αὐτ. 5. 1, 3, κτλ. ΙΙ. μεταγεν. τὸ ἐνεργ., 1) [[ἀρχίζω]], ἐνῆρξε θρήνου Ἑβδ. (Σειρ. ΛΗ΄, 16). 2) ἔχω [[ἀρχήν]], ἐξουσίαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2350.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐνάρξομαι, <i>pf.</i> [[ἐνῆργμαι]];<br />commencer, <i>abs. ou</i> τινος, [[περί]] τινος commencer qch ; [[ἐν]]. τὰ κανᾶ EUR commencer le sacrifice <i>litt.</i> commencer à offrir les corbeilles sacrées ; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ ESCHN on a offert les corbeilles, <i>càd</i> le sacrifice est commencé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR