Anonymous

ἐνοράω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0850.png Seite 850]] (s. [[ὁράω]]), 1) in Etwas sehen, bemerken an Etwas; ἐν τῷ χαλκίῳ ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενον Ar. Ach. 1129; τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν τὸ ἀφύλακτον, er bemerkte an ihnen, Thuc. 3, 30; ἐν χρημάτων κατασκευῇ ἀνθρώπου κακίαν [[ἄλλην]] τινὰ ἐνορᾷς ἢ πενίαν; Plat. Gorg. 477 b; ἐμοὶ δὲ τούτων οὐδὲν ἐνορᾷ [[οὐδέτερος]] ὑμῶν Theag. 127 e; κακόνοιάν τινα ἐνιδόντες μοι Xen. An. 7, 7, 45; τῷ προσώπῳ τὸ θαῤῥαλέον Plut. Rom. 7; ἐν τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν. παίδων οὐκ ἐνεώρα (τοῦτο) Her. 3, 53; [[ὅπερ]] ἐν τῷ Παυσανίᾳ [[ἐνεῖδον]] Thuc. 1, 95; mit dem partic., [[ἐνορέω]] γὰρ ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι πολεμέειν Ξέρξῃ, ich sehe euch an, daß ihr nicht im Stande sein werdet Krieg zu führen, Her. 8, 140; der dat. ist aus dem Zusammenhange oft zu ergänzen, πολλὰ γὰρ ἐνορῶ δι' ἃ ἐμοὶ τοῦτο οὐ [[ποιητέον]], sc. τῷ πράγματι, ich sehe hierbei Vieles, Xen. An. 1. 3, 15; übh. bemerken, einsehen, Her. 1, 123, öfter, u. Folgde. – 2) ansehen, anblicken; τινί, Xen. Cyr. 1, 4, 27, δεινὸν ἐνορᾶν κολαζομένοις παισί Plut. Popl. 6; δριμὺ ἐνορᾶν, scharf, finster ansehen, Luc. u. a. Sp.; εἰς τὴν θεράπαιναν Hel.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0850.png Seite 850]] (s. [[ὁράω]]), 1) in Etwas sehen, bemerken an Etwas; ἐν τῷ χαλκίῳ ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενον Ar. Ach. 1129; τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν τὸ ἀφύλακτον, er bemerkte an ihnen, Thuc. 3, 30; ἐν χρημάτων κατασκευῇ ἀνθρώπου κακίαν [[ἄλλην]] τινὰ ἐνορᾷς ἢ πενίαν; Plat. Gorg. 477 b; ἐμοὶ δὲ τούτων οὐδὲν ἐνορᾷ [[οὐδέτερος]] ὑμῶν Theag. 127 e; κακόνοιάν τινα ἐνιδόντες μοι Xen. An. 7, 7, 45; τῷ προσώπῳ τὸ θαῤῥαλέον Plut. Rom. 7; ἐν τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν. παίδων οὐκ ἐνεώρα (τοῦτο) Her. 3, 53; [[ὅπερ]] ἐν τῷ Παυσανίᾳ [[ἐνεῖδον]] Thuc. 1, 95; mit dem partic., [[ἐνορέω]] γὰρ ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι πολεμέειν Ξέρξῃ, ich sehe euch an, daß ihr nicht im Stande sein werdet Krieg zu führen, Her. 8, 140; der dat. ist aus dem Zusammenhange oft zu ergänzen, πολλὰ γὰρ ἐνορῶ δι' ἃ ἐμοὶ τοῦτο οὐ [[ποιητέον]], sc. τῷ πράγματι, ich sehe hierbei Vieles, Xen. An. 1. 3, 15; übh. bemerken, einsehen, Her. 1, 123, öfter, u. Folgde. – 2) ansehen, anblicken; τινί, Xen. Cyr. 1, 4, 27, δεινὸν ἐνορᾶν κολαζομένοις παισί Plut. Popl. 6; δριμὺ ἐνορᾶν, scharf, finster ansehen, Luc. u. a. Sp.; εἰς τὴν θεράπαιναν Hel.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐνεώρων, <i>f.</i> ἐνόψομαι, <i>ao.2</i> [[ἐνεῖδον]];<br /><b>1</b> voir dans <i>ou</i> sur, remarquer dans <i>ou</i> sur : ἔν τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί [[τι]] voir qch dans <i>ou</i> sur qqn <i>ou</i> qch : [[ἐνορέω]] <i>(ion.)</i> [[ὑμῖν]] [[οὐκ]] οἵοισί [[τε]] ἐσομένοισι πολεμέειν HDT je vois que vous ne serez pas en état de faire la guerre;<br /><b>2</b> regarder en face, fixer les yeux sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὁράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνοράω''': Ἰων. -έω: μέλλ. ἐνόψομαι: ἀόρ. [[ἐνεῖδον]] (ὃν ἴδε): - [[βλέπω]], παρατηρῶ τι ἔν τινι προσώπῳ ἢ πράγματι, τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν (τὸ ἀφύλακτον) Θουκ. 3. 30, κτλ.˙ τι ἐν. τινι Ἡρόδ. 1. 89, Θουκ. 1. 95, πρβλ. Λυσ. 916. 7˙ ἐν γὰρ τῷ οὐκ ἐνεώρα ἐνν. τὸ τυραννικὸν Ἡρόδ. 3. 53˙ μετ’ αἰτιατ. καὶ μετοχ. μέλλ. ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην, ἔβλεπεν ὅτι [[ἐκδίκησις]] θὰ ἐπήρχετο, ὁ αὐτ. 1. 123, πρβλ. 170., 5. 36, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1129: ἀλλὰ μετὰ δοτ. προσ. καὶ μετοχ., [[ἐνορέω]] ὑμῖν οὐκ οἵοισίν τε ἐσομένοισι πολεμεῖν Ἡρόδ. 8. 140. ΙΙ. [[ἐνατενίζω]] εἴς τινα ἤ τι, [[βλέπω]] τινὰ ἤ τι ἀτενῶς, Ξεν. Κύρ, 1. 4, 27, Ἀριστ. Ἀποσπ. 148˙ δεινὸν ἐνορᾶν κολαζομένοις τοῖς παισὶ Πλουτ. Ποπλ. 6, πρβλ. Παυσ. 4. 8, 2.
|lstext='''ἐνοράω''': Ἰων. -έω: μέλλ. ἐνόψομαι: ἀόρ. [[ἐνεῖδον]] (ὃν ἴδε): - [[βλέπω]], παρατηρῶ τι ἔν τινι προσώπῳ ἢ πράγματι, τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν (τὸ ἀφύλακτον) Θουκ. 3. 30, κτλ.˙ τι ἐν. τινι Ἡρόδ. 1. 89, Θουκ. 1. 95, πρβλ. Λυσ. 916. 7˙ ἐν γὰρ τῷ οὐκ ἐνεώρα ἐνν. τὸ τυραννικὸν Ἡρόδ. 3. 53˙ μετ’ αἰτιατ. καὶ μετοχ. μέλλ. ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην, ἔβλεπεν ὅτι [[ἐκδίκησις]] θὰ ἐπήρχετο, ὁ αὐτ. 1. 123, πρβλ. 170., 5. 36, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1129: ἀλλὰ μετὰ δοτ. προσ. καὶ μετοχ., [[ἐνορέω]] ὑμῖν οὐκ οἵοισίν τε ἐσομένοισι πολεμεῖν Ἡρόδ. 8. 140. ΙΙ. [[ἐνατενίζω]] εἴς τινα ἤ τι, [[βλέπω]] τινὰ ἤ τι ἀτενῶς, Ξεν. Κύρ, 1. 4, 27, Ἀριστ. Ἀποσπ. 148˙ δεινὸν ἐνορᾶν κολαζομένοις τοῖς παισὶ Πλουτ. Ποπλ. 6, πρβλ. Παυσ. 4. 8, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐνεώρων, <i>f.</i> ἐνόψομαι, <i>ao.2</i> [[ἐνεῖδον]];<br /><b>1</b> voir dans <i>ou</i> sur, remarquer dans <i>ou</i> sur : ἔν τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί [[τι]] voir qch dans <i>ou</i> sur qqn <i>ou</i> qch : [[ἐνορέω]] <i>(ion.)</i> [[ὑμῖν]] [[οὐκ]] οἵοισί [[τε]] ἐσομένοισι πολεμέειν HDT je vois que vous ne serez pas en état de faire la guerre;<br /><b>2</b> regarder en face, fixer les yeux sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὁράω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm