Anonymous

ἐνεχυράζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0839.png Seite 839]] von Einem ein Pfand zur Sicherheit nehmen; ἡ [[φύσις]] ἐνεχυράζει τοῦ μὲν ὄψιν, τοῦ δἑ ἀκοήν Plat. Ax. 367 b, sie nimmt als Pfand dem Einen sein Gesicht, dem Andern sein Gehör; τὰς οὐσίας τῶν ὑπευθύνων Aesch. 3, 21; übh. auspfänden, Dem. 21, 10 u. öfter; διάκονον 24, 179, als Pfand wegnehmen; Sp., wie LXX.; pass., ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα, ich werde ausgepfändet, mein Vermögen wird mir als Pfand weggenommen, Ar. Nubb. 241; – verpfänden, τὰς οἰκίας D. Hal. 6, 29. – Im med., sich von Einem ein Pfand geben lassen, ἐνεχυράσονται τόκου, für den Zins, Ar. Nubb. 35, vgl. Eccl. 567.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0839.png Seite 839]] von Einem ein Pfand zur Sicherheit nehmen; ἡ [[φύσις]] ἐνεχυράζει τοῦ μὲν ὄψιν, τοῦ δἑ ἀκοήν Plat. Ax. 367 b, sie nimmt als Pfand dem Einen sein Gesicht, dem Andern sein Gehör; τὰς οὐσίας τῶν ὑπευθύνων Aesch. 3, 21; übh. auspfänden, Dem. 21, 10 u. öfter; διάκονον 24, 179, als Pfand wegnehmen; Sp., wie LXX.; pass., ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα, ich werde ausgepfändet, mein Vermögen wird mir als Pfand weggenommen, Ar. Nubb. 241; – verpfänden, τὰς οἰκίας D. Hal. 6, 29. – Im med., sich von Einem ein Pfand geben lassen, ἐνεχυράσονται τόκου, für den Zins, Ar. Nubb. 35, vgl. Eccl. 567.
}}
{{bailly
|btext=prendre un gage ; <i>Pass.</i> ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα mes biens sont pris en gage;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνεχυράζομαι se faire donner un gage, une garantie, prendre un gage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνέχυρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεχῠράζω''': μέλλ. -άσω, [[λαμβάνω]] [[ἐνέχυρον]] [[παρά]] τινος, [[μήτε]] ἐνεχυράσαι, [[μήτε]], κτλ., Νόμ. παρὰ Δημ. 518. 1, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 367Β. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] τι ὡς [[ἐνέχυρον]], καὶ διάκονον, εἴ τις ἐχρῆτο, ταύτην ἐνεχυράζειν Δημ. 762. 4, Αἰσχίν. 56. 42, Διον. Ἁλ. 6. 29· ἀπολ., Πολύβ. 6. 37, 8 ([[ἔνθα]] κακῶς κεῖται ἐνεχυριάζων): - Παθ., τὰ χρήματ’ ἐνεχυράζομαι, ἡ [[περιουσία]] μου καταλαμβάνεται ὡς [[ἐνέχυρον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 241: - Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., [[λαμβάνω]] τι ὡς [[ἐνέχυρον]], χἄτεροι τόκου ἐνχυράσασθαί φασιν, καὶ ἕτεροι λέγουσιν ὅτι θὰ κατάσχωσι τὴν περιουσίαν μου ὡς [[ἐνέχυρον]] τοῦ τόκου, [[αὐτόθι]] 35· μὴ ἐνεχυραζόμενον φέρειν ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 567.
|lstext='''ἐνεχῠράζω''': μέλλ. -άσω, [[λαμβάνω]] [[ἐνέχυρον]] [[παρά]] τινος, [[μήτε]] ἐνεχυράσαι, [[μήτε]], κτλ., Νόμ. παρὰ Δημ. 518. 1, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 367Β. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] τι ὡς [[ἐνέχυρον]], καὶ διάκονον, εἴ τις ἐχρῆτο, ταύτην ἐνεχυράζειν Δημ. 762. 4, Αἰσχίν. 56. 42, Διον. Ἁλ. 6. 29· ἀπολ., Πολύβ. 6. 37, 8 ([[ἔνθα]] κακῶς κεῖται ἐνεχυριάζων): - Παθ., τὰ χρήματ’ ἐνεχυράζομαι, ἡ [[περιουσία]] μου καταλαμβάνεται ὡς [[ἐνέχυρον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 241: - Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., [[λαμβάνω]] τι ὡς [[ἐνέχυρον]], χἄτεροι τόκου ἐνχυράσασθαί φασιν, καὶ ἕτεροι λέγουσιν ὅτι θὰ κατάσχωσι τὴν περιουσίαν μου ὡς [[ἐνέχυρον]] τοῦ τόκου, [[αὐτόθι]] 35· μὴ ἐνεχυραζόμενον φέρειν ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 567.
}}
{{bailly
|btext=prendre un gage ; <i>Pass.</i> ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα mes biens sont pris en gage;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνεχυράζομαι se faire donner un gage, une garantie, prendre un gage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνέχυρον]].
}}
}}
{{grml
{{grml