Anonymous

ἐξασκέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0873.png Seite 873]] 1) ausrüsten, ausschmücken, vollständig versehen; λουτροῖς τέ νιν ἐσθῆτί τ' ἐξήσκησαν Soph. O. C. 1599; Eur. El. 1071 u. öfter, u. Sp.; [[μνῆμα]] εἰς [[κάλλος]] ἐξησκημένον Luc. D. Mart. 24, 1; ἐπεὶ αὐτῷ πάντα ἐδόκει ἐξησκῆσθαι τὰ πρὸς τὰς χρείας Pol. 20, 20, 8. – 2) genau, vollständig üben, Plat. Clitoph. 407 b; von Pferden, Xen. Hipp. 2, 11 u. Sp., wie D. Cass., bes. von militärischen Uebungen; περὶ γράμματα ἐξησκημένος Plut. Nic. 5; [[πρός]] τι, Ath. XII, 516 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0873.png Seite 873]] 1) ausrüsten, ausschmücken, vollständig versehen; λουτροῖς τέ νιν ἐσθῆτί τ' ἐξήσκησαν Soph. O. C. 1599; Eur. El. 1071 u. öfter, u. Sp.; [[μνῆμα]] εἰς [[κάλλος]] ἐξησκημένον Luc. D. Mart. 24, 1; ἐπεὶ αὐτῷ πάντα ἐδόκει ἐξησκῆσθαι τὰ πρὸς τὰς χρείας Pol. 20, 20, 8. – 2) genau, vollständig üben, Plat. Clitoph. 407 b; von Pferden, Xen. Hipp. 2, 11 u. Sp., wie D. Cass., bes. von militärischen Uebungen; περὶ γράμματα ἐξησκημένος Plut. Nic. 5; [[πρός]] τι, Ath. XII, 516 d.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> exercer avec soin, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>Pass.</i> être exercé, s'exercer : [[τι]], [[περί]] [[τι]] à qch;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de choses</i> pratiquer (un art, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>II.</b> arranger avec soin : ἐσθῆτί τινα SOPH couvrir <i>ou</i> parer qqn d'un vêtement ; [[μνῆμα]] [[εἰς]] [[κάλλος]] ἐξησκημένον LUC monument travaillé avec art.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀσκέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξασκέω''': περιποιοῦμαι, κοσμῶ, [[ἐνδύω]], ἐσθῆτί τινα Σοφ. Οἰδ. Κ. 1603· ἀλλὰ μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἁγώ νυν ἐξήσκησα Εὐρ. Ἑλ. 1383· πλόκαμον ἐξήσκεις [[κόμης]], διηυθέτεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1071: - Παθ., ἐφοδιάζομαι μέ τι, περὶ τῶν Μουσῶν, ὀργάνοισιν ἐξησκημέναι ὁ αὐτὸς ἐν Ρήσῳ 922· φυτοῖσιν ἐξησκημένον, κεκοσμημένον. Λυκόφρων 858· ὁ μὲν γὰρ [[Ἀθηναῖος]] εὐμόρφοις παισὶν ἐξήσκητο, ἦτο εὐφωδιασμένος μὲ εὔμορφα [[παιδία]], Λουκ. Ἔρωτ. 10· ἀπολ., πώλους… Κύπριδος ἐξησκημένας, ηὐτρεπισμένας, ἑτοίμους, Εὔβουλος ἐν «Παννυχίδι» 1· [[μνῆμα]] εἰς [[κάλλος]] ἐξησκημένον, κομψῶς κατειργασμένον, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 1. ΙΙ. ἐξασκῶ, [[γυμνάζω]], [[ἐκδιδάσκω]], τινα Πλάτ. Κλειτοφῶν 407Β· τὸ ναυτικὸν Δίων Κ. 48. 49· [[οὕτως]], ἐξασκητέον σωφροσύνην Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 447. 29: - Παθ., ἐξασκοῦμαι ἢ γυμνάζομαι εἴς τι, τι Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 1· [[περί]] τι Πλουτ. Νικ. 5. 2) κτῶμαι δι’ ἀσκήσεως, ἐξασκήσαντος ἕξιν ὁ αὐτὸς ἐν βίῳ Περικλ. 4· ἐξασκεῖν τέχνην Θεμίστ. 217C.
|lstext='''ἐξασκέω''': περιποιοῦμαι, κοσμῶ, [[ἐνδύω]], ἐσθῆτί τινα Σοφ. Οἰδ. Κ. 1603· ἀλλὰ μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἁγώ νυν ἐξήσκησα Εὐρ. Ἑλ. 1383· πλόκαμον ἐξήσκεις [[κόμης]], διηυθέτεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1071: - Παθ., ἐφοδιάζομαι μέ τι, περὶ τῶν Μουσῶν, ὀργάνοισιν ἐξησκημέναι ὁ αὐτὸς ἐν Ρήσῳ 922· φυτοῖσιν ἐξησκημένον, κεκοσμημένον. Λυκόφρων 858· ὁ μὲν γὰρ [[Ἀθηναῖος]] εὐμόρφοις παισὶν ἐξήσκητο, ἦτο εὐφωδιασμένος μὲ εὔμορφα [[παιδία]], Λουκ. Ἔρωτ. 10· ἀπολ., πώλους… Κύπριδος ἐξησκημένας, ηὐτρεπισμένας, ἑτοίμους, Εὔβουλος ἐν «Παννυχίδι» 1· [[μνῆμα]] εἰς [[κάλλος]] ἐξησκημένον, κομψῶς κατειργασμένον, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 1. ΙΙ. ἐξασκῶ, [[γυμνάζω]], [[ἐκδιδάσκω]], τινα Πλάτ. Κλειτοφῶν 407Β· τὸ ναυτικὸν Δίων Κ. 48. 49· [[οὕτως]], ἐξασκητέον σωφροσύνην Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 447. 29: - Παθ., ἐξασκοῦμαι ἢ γυμνάζομαι εἴς τι, τι Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 1· [[περί]] τι Πλουτ. Νικ. 5. 2) κτῶμαι δι’ ἀσκήσεως, ἐξασκήσαντος ἕξιν ὁ αὐτὸς ἐν βίῳ Περικλ. 4· ἐξασκεῖν τέχνην Θεμίστ. 217C.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> exercer avec soin, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>Pass.</i> être exercé, s'exercer : [[τι]], [[περί]] [[τι]] à qch;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de choses</i> pratiquer (un art, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>II.</b> arranger avec soin : ἐσθῆτί τινα SOPH couvrir <i>ou</i> parer qqn d'un vêtement ; [[μνῆμα]] [[εἰς]] [[κάλλος]] ἐξησκημένον LUC monument travaillé avec art.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀσκέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm