Anonymous

ἐξομηρεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0886.png Seite 886]] sich der Treue eines Andern durch Geißeln versichern, τινά; übertr., δούλους ἐξομηρεύειν ταῖς τεκνοποιΐαις Arist. Oec. 1, 5, sich der Treue der Sklaven durch Erlaubniß der Ehe u. Kindererzeugung versichern. – Med., τοὺς παῖδας, sich zu Geißeln geben lassen, Plut. Sert. 14; ἐξομηρευσάμενος τὴν φιλίαν, durch Stellen von Geißeln sich verschaffen, Strab. 6, 4, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0886.png Seite 886]] sich der Treue eines Andern durch Geißeln versichern, τινά; übertr., δούλους ἐξομηρεύειν ταῖς τεκνοποιΐαις Arist. Oec. 1, 5, sich der Treue der Sklaven durch Erlaubniß der Ehe u. Kindererzeugung versichern. – Med., τοὺς παῖδας, sich zu Geißeln geben lassen, Plut. Sert. 14; ἐξομηρευσάμενος τὴν φιλίαν, durch Stellen von Geißeln sich verschaffen, Strab. 6, 4, 2.
}}
{{bailly
|btext=prendre pour otage, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁμηρεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξομηρεύω''': δεῖ δὲ καὶ ἐξομηρεύειν (τοὺς δούλους) ταῖς τεκνοποιίας, πρέπει δὲ καὶ νὰ συνδέῃ τις τοὺς δούλους πρὸς ἑαυτὸν διὰ τῆς τεκνοποιίας, [[διότι]] οὕτω θὰ ἔχῃ ὡς ὁμήρους τρόπον τινὰ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, ἐν τέλει. ― Μέσ., [[λαμβάνω]] ὡς ὁμήρους, παῖδας Πλουτ. Σερτ. 14· πορίζομαί τι διὰ παροχῆς ὁμήρων, ἐξομηρευσάμενος τὴν φιλίαν Στραβ. 288· ···χρεῶ ἐμαυτόν, Διοδ. Ἀποσπ. 571. 29.
|lstext='''ἐξομηρεύω''': δεῖ δὲ καὶ ἐξομηρεύειν (τοὺς δούλους) ταῖς τεκνοποιίας, πρέπει δὲ καὶ νὰ συνδέῃ τις τοὺς δούλους πρὸς ἑαυτὸν διὰ τῆς τεκνοποιίας, [[διότι]] οὕτω θὰ ἔχῃ ὡς ὁμήρους τρόπον τινὰ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, ἐν τέλει. ― Μέσ., [[λαμβάνω]] ὡς ὁμήρους, παῖδας Πλουτ. Σερτ. 14· πορίζομαί τι διὰ παροχῆς ὁμήρων, ἐξομηρευσάμενος τὴν φιλίαν Στραβ. 288· ···χρεῶ ἐμαυτόν, Διοδ. Ἀποσπ. 571. 29.
}}
{{bailly
|btext=prendre pour otage, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁμηρεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml