Anonymous

ἐπίθεσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0942.png Seite 942]] ἡ, 1) das Darauflegen; χειρῶν N. T.; von Heilmitteln, ἡ τῶν [[ἔξωθεν]] ἐπιχρίστων ἐπίθ. Plut. consol. ad Apoll. A.; – der Zusatz, das Beiwort, Arist. rhet. 3, 2, 14. – 2) (ἐπιτίθεσθαι), der Angriff; μή τις [[ἐπίθεσις]] γένοιτο τοῖς καταλελειμμένοις Xen. An. 4, 4, 22; ἡ Περσῶν [[ἐπίθεσις]] τοῖς Ἕλλησιν Plat. Legg. III, 698 b; Folgde; ἐπί τι, Arist. pol. 5, 10; ἐπίθεσιν [[κατά]] τινος ποιεῖσθαι D. Hal. 5, 7; übh. das Anfassen, Unternehmen, ἡ διὰ τοῦ πυρὸς [[ἐπίθεσις]] τοῖς ἔργοις Pol. 1, 45, 2; Plut. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0942.png Seite 942]] ἡ, 1) das Darauflegen; χειρῶν N. T.; von Heilmitteln, ἡ τῶν [[ἔξωθεν]] ἐπιχρίστων ἐπίθ. Plut. consol. ad Apoll. A.; – der Zusatz, das Beiwort, Arist. rhet. 3, 2, 14. – 2) (ἐπιτίθεσθαι), der Angriff; μή τις [[ἐπίθεσις]] γένοιτο τοῖς καταλελειμμένοις Xen. An. 4, 4, 22; ἡ Περσῶν [[ἐπίθεσις]] τοῖς Ἕλλησιν Plat. Legg. III, 698 b; Folgde; ἐπί τι, Arist. pol. 5, 10; ἐπίθεσιν [[κατά]] τινος ποιεῖσθαι D. Hal. 5, 7; übh. das Anfassen, Unternehmen, ἡ διὰ τοῦ πυρὸς [[ἐπίθεσις]] τοῖς ἔργοις Pol. 1, 45, 2; Plut. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de poser sur, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>au propre</i> application (d’un enduit);<br /><b>2</b> action d’appliquer <i>ou</i> d’attribuer à, application d’épithète;<br /><b>II.</b> action de mettre la main sur, de s'attaquer à : τινι à qqn <i>ou</i> à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτίθημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίθεσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιτίθημι]]) ἡ ἐπὶ τῆς βάσεως τοποθέτησις, τοῦ ανδριάντος Συλλ. Ἐπιγρ. 3124:-τὸ ἐπιτιθέναι, [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν χειρῶν, ἰδὼν δὲ ὁ [[Σίμων]] ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ [[πνεῦμα]] τὸ ἅγιον Πράξ. Ἀποστ. η΄, 18, κτλ.· διὰ τῆς τῶν [[ἔξωθεν]] ἐπιχρίστων (περιχρίστων ἐν ἐκδ. Βερναρδάκη) ἐπιθέσεως Πλούτ. 2. 102Α. 2) [[προσθήκη]], [[πρόσθεσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἀφαίρεσις]], Ἀριστ. π. Νεωτ. κτλ. 5, 11. 3) [[ἐπίθεσις]] ἐπιθέτων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14. ΙΙ. (ἐκ τοῦ Μέσ. ἐπιτίθεμαι) [[ἐπίθεσις]] κατά τινος, ὡς καὶ νῦν, [[προσβολή]], [[ἐφόρμησις]], Ἀντιφῶν 117. 41· γίγνεταί τινι Ξεν. Ἀν. 4. 4, 22· ἡ Περσῶν ἐπ. τοῖς Ἕλλησι Πλάτ. Νόμ. 698Β· τῶν ἐπιθέσεων αἱ μὲν ἐπὶ τὸ [[σῶμα]] γίγνονται τῶν ἀρχόντων Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 14· ἐπ. συστῆσαι ἐπὶ τινι [[αὐτόθι]] 5. 7, 3· ποιεῖσθαι [[αὐτόθι]] 5. 10, 25· κατά τινος Διον. Ἀλ. 5. 7· τοῖς ἔργοις Πολύβ. 1. 45, 2. 2) μετὰ γεν., [[ἀπόπειρα]] πρὸς κτῆσιν πράγματός τινος, τῆς τυραννίδος Διόδ. 13. 92, κτλ. 3) = [[ἐπίθεμα]], [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3516. 4) [[ἐξαπάτησις]], [[ἀπάτη]], [[δόλος]], Ἀκύλ. ἐν Ψαλμ. ΜΒ΄, 1, ΝΔ΄. 12, Παροιμ. ΙΑ΄, 1, ΙΔ΄, 8· πρβλ. ἐπιθέτης.- Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἐπίθεσις]]· ὁ τῶν δύο [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς».
|lstext='''ἐπίθεσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιτίθημι]]) ἡ ἐπὶ τῆς βάσεως τοποθέτησις, τοῦ ανδριάντος Συλλ. Ἐπιγρ. 3124:-τὸ ἐπιτιθέναι, [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν χειρῶν, ἰδὼν δὲ ὁ [[Σίμων]] ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ [[πνεῦμα]] τὸ ἅγιον Πράξ. Ἀποστ. η΄, 18, κτλ.· διὰ τῆς τῶν [[ἔξωθεν]] ἐπιχρίστων (περιχρίστων ἐν ἐκδ. Βερναρδάκη) ἐπιθέσεως Πλούτ. 2. 102Α. 2) [[προσθήκη]], [[πρόσθεσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἀφαίρεσις]], Ἀριστ. π. Νεωτ. κτλ. 5, 11. 3) [[ἐπίθεσις]] ἐπιθέτων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14. ΙΙ. (ἐκ τοῦ Μέσ. ἐπιτίθεμαι) [[ἐπίθεσις]] κατά τινος, ὡς καὶ νῦν, [[προσβολή]], [[ἐφόρμησις]], Ἀντιφῶν 117. 41· γίγνεταί τινι Ξεν. Ἀν. 4. 4, 22· ἡ Περσῶν ἐπ. τοῖς Ἕλλησι Πλάτ. Νόμ. 698Β· τῶν ἐπιθέσεων αἱ μὲν ἐπὶ τὸ [[σῶμα]] γίγνονται τῶν ἀρχόντων Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 14· ἐπ. συστῆσαι ἐπὶ τινι [[αὐτόθι]] 5. 7, 3· ποιεῖσθαι [[αὐτόθι]] 5. 10, 25· κατά τινος Διον. Ἀλ. 5. 7· τοῖς ἔργοις Πολύβ. 1. 45, 2. 2) μετὰ γεν., [[ἀπόπειρα]] πρὸς κτῆσιν πράγματός τινος, τῆς τυραννίδος Διόδ. 13. 92, κτλ. 3) = [[ἐπίθεμα]], [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3516. 4) [[ἐξαπάτησις]], [[ἀπάτη]], [[δόλος]], Ἀκύλ. ἐν Ψαλμ. ΜΒ΄, 1, ΝΔ΄. 12, Παροιμ. ΙΑ΄, 1, ΙΔ΄, 8· πρβλ. ἐπιθέτης.- Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἐπίθεσις]]· ὁ τῶν δύο [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς».
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de poser sur, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>au propre</i> application (d’un enduit);<br /><b>2</b> action d’appliquer <i>ou</i> d’attribuer à, application d’épithète;<br /><b>II.</b> action de mettre la main sur, de s'attaquer à : τινι à qqn <i>ou</i> à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτίθημι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR