Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑδραῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0716.png Seite 716]] auch 2 End., [[sitzend]]; οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι Xen. Lac. 1, 3; ἑδραῖοι τεχνἷται Poll. 1, 50; vgl. [[ἑδραῖος]] [[βίος]], eine sitzende Lebensweise, Crinag. 30 (XI, 42); ἑδραῖοι ἐν πόλει ἀρχαί, Aemter, bei denen man ruhig in der Stadt bleibt, Plat. Rep. III, 407 b; bes. = feststehend, fest, unbeweglich; κάθησ' ἑδρᾳία Eur. Andr. 266; ἑδραιότατον καὶ σταδαῖον [[σῶμα]] Tim. Locr. 98 e; βάσεις Plat. Tim. 59 d; Sp.; – ἑδραίως, ἐπ' ὀχυροῦ βήματος ἑστῶτες, fest, Hdn. 3, 14, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0716.png Seite 716]] auch 2 End., [[sitzend]]; οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι Xen. Lac. 1, 3; ἑδραῖοι τεχνἷται Poll. 1, 50; vgl. [[ἑδραῖος]] [[βίος]], eine sitzende Lebensweise, Crinag. 30 (XI, 42); ἑδραῖοι ἐν πόλει ἀρχαί, Aemter, bei denen man ruhig in der Stadt bleibt, Plat. Rep. III, 407 b; bes. = feststehend, fest, unbeweglich; κάθησ' ἑδρᾳία Eur. Andr. 266; ἑδραιότατον καὶ σταδαῖον [[σῶμα]] Tim. Locr. 98 e; βάσεις Plat. Tim. 59 d; Sp.; – ἑδραίως, ἐπ' ὀχυροῦ βήματος ἑστῶτες, fest, Hdn. 3, 14, 10.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> sédentaire;<br /><b>2</b> ferme dans son assiette, solide.<br />'''Étymologie:''' [[ἕδρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑδραῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, «καθιστικός», ἐπὶ προσώπων ἢ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἔργου αὐτῶν, ἑδραῖον [[ἔργον]], «καθιστικὴ δουλειά», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι Ξεν. Λακ. 1. 3· καὶ γὰρ πρὸς οἰκονομίας καὶ πρὸς στρατείας καὶ πρὸς ἑδραίους ἐν πόλει ἀρχὰς [[δύσκολος]] Πλάτ. Πολ. 407Β· ἑδρ. [[βίος]] Ἀνθ. Π. 11. 42. 2) ἑδραία [[ῥάχις]], τοῦ ἵππου ἡ [[ῥάχις]] ἐφ’ ἧς ὁ [[ἀναβάτης]] κάθηται, Εὐρ. Ρῆσ. 783· πρβλ. [[ἕδρα]] 1, 4. ΙΙ. [[ἀσάλευτος]], [[ἀκίνητος]], [[σταθερός]], κάθησ’ ἑδραία Εὐρ. Ἀνδρ. 266· ἑδρ. βάσεις Πλάτ. Τίμ. 59D· ἑδρ. [[ὕπνος]], βαθὺς [[ὕπνος]], Ἰππ. 1180Ε· ἐπὶ σκεύους, Ἀθήν. 496Α.
|lstext='''ἑδραῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, «καθιστικός», ἐπὶ προσώπων ἢ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἔργου αὐτῶν, ἑδραῖον [[ἔργον]], «καθιστικὴ δουλειά», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· οἱ πολλοὶ τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων ἑδραῖοί εἰσι Ξεν. Λακ. 1. 3· καὶ γὰρ πρὸς οἰκονομίας καὶ πρὸς στρατείας καὶ πρὸς ἑδραίους ἐν πόλει ἀρχὰς [[δύσκολος]] Πλάτ. Πολ. 407Β· ἑδρ. [[βίος]] Ἀνθ. Π. 11. 42. 2) ἑδραία [[ῥάχις]], τοῦ ἵππου ἡ [[ῥάχις]] ἐφ’ ἧς ὁ [[ἀναβάτης]] κάθηται, Εὐρ. Ρῆσ. 783· πρβλ. [[ἕδρα]] 1, 4. ΙΙ. [[ἀσάλευτος]], [[ἀκίνητος]], [[σταθερός]], κάθησ’ ἑδραία Εὐρ. Ἀνδρ. 266· ἑδρ. βάσεις Πλάτ. Τίμ. 59D· ἑδρ. [[ὕπνος]], βαθὺς [[ὕπνος]], Ἰππ. 1180Ε· ἐπὶ σκεύους, Ἀθήν. 496Α.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> sédentaire;<br /><b>2</b> ferme dans son assiette, solide.<br />'''Étymologie:''' [[ἕδρα]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR