Anonymous

ὀνειδίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0345.png Seite 345]] [[schmähen]], schelten; ἔπεσίν μιν ὀνείδισον, Il. 1, 211; νείκει ὀνειδίζων, 7, 95, Vorwürfe machen; Ἀγαμέμνονι ὀνειδίζων, ὅτι οἱ [[μάλα]] πολλὰ διδοῦσιν ἥρωες, ihm vorwerfend, daß, 2, 255; auch τινί τι, Einem Etwas vorwerfen, an Einem tadeln, ἀλκὴν μέν μοι ὀνείδισας, φὰς [[ἔμεν]] ἀπτόλεμον, 9, 34; οὐδ' ἄν μοι τὴν γαστέρ' ὀνειδίζων ἀγορεύοις, Od. 18, 380; Hes. O. 720; αἰσχύνομαί σοι ταῦτ' ὀνειδίσαι σαφῶς, Aesch. Ch. 904; σὺ δ' ἄθλιός γε ταῦτ' ὀνειδίζων, ἅ σοι οὐδεὶς ὃς οὐχὶ τῶνδ' ὀνειδιεῖ Soph. O. R. 372; ἆρ' ἄθλιον τοὔνειδος ὠνείδισ' εἰς σέ, O. C. 758; τοιαῦτ' ὀνειδιεῖσθε, für das fut. pass., O. R. 1500; u. mit doppeltem acc., ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ' ὠνείδισας, du schaltest mich blind, 412; Eur. vrbdt ἃ εἰς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας, Med. 547; ὡς δέ οἱ ταῦτα ὠνείδισε. Her. 8, 106, der auch Σκύθαι τοῦ βακχεύειν πέρι Ἕλλησι ὀνειδίζουσι 4, 79 verbindet, u. τῷ θεῷ τούτων, hierüber, ὀνειδίσαι 1, 90; auch ἐς τὸν Μηδισμόν, in Veziehung auf, 8, 92; ἃ σὺ ἐμοὶ ὀνειδίζεις, Plat. Gorg. 508 c; [[ὀνειδίζω]] σοι, ὅτι, 526 e; όνειδιῶ, Apol. 29 e; pass., οὐκ ὀρθῶς ὀνειδίζεται, Tim. 86 d; τινὶ δειλίαν, Lys. 16, 15; Folgende, όνειδίζειν τινὶ εἰς ἀχαριστίαν, [[διότι]] Pol. 28, 4, 11, vgl. 9, 35, 6; auch τινὶ [[περί]] τινος, 30, 4, 8; D. Hal. 7, 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0345.png Seite 345]] [[schmähen]], schelten; ἔπεσίν μιν ὀνείδισον, Il. 1, 211; νείκει ὀνειδίζων, 7, 95, Vorwürfe machen; Ἀγαμέμνονι ὀνειδίζων, ὅτι οἱ [[μάλα]] πολλὰ διδοῦσιν ἥρωες, ihm vorwerfend, daß, 2, 255; auch τινί τι, Einem Etwas vorwerfen, an Einem tadeln, ἀλκὴν μέν μοι ὀνείδισας, φὰς [[ἔμεν]] ἀπτόλεμον, 9, 34; οὐδ' ἄν μοι τὴν γαστέρ' ὀνειδίζων ἀγορεύοις, Od. 18, 380; Hes. O. 720; αἰσχύνομαί σοι ταῦτ' ὀνειδίσαι σαφῶς, Aesch. Ch. 904; σὺ δ' ἄθλιός γε ταῦτ' ὀνειδίζων, ἅ σοι οὐδεὶς ὃς οὐχὶ τῶνδ' ὀνειδιεῖ Soph. O. R. 372; ἆρ' ἄθλιον τοὔνειδος ὠνείδισ' εἰς σέ, O. C. 758; τοιαῦτ' ὀνειδιεῖσθε, für das fut. pass., O. R. 1500; u. mit doppeltem acc., ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ' ὠνείδισας, du schaltest mich blind, 412; Eur. vrbdt ἃ εἰς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας, Med. 547; ὡς δέ οἱ ταῦτα ὠνείδισε. Her. 8, 106, der auch Σκύθαι τοῦ βακχεύειν πέρι Ἕλλησι ὀνειδίζουσι 4, 79 verbindet, u. τῷ θεῷ τούτων, hierüber, ὀνειδίσαι 1, 90; auch ἐς τὸν Μηδισμόν, in Veziehung auf, 8, 92; ἃ σὺ ἐμοὶ ὀνειδίζεις, Plat. Gorg. 508 c; [[ὀνειδίζω]] σοι, ὅτι, 526 e; όνειδιῶ, Apol. 29 e; pass., οὐκ ὀρθῶς ὀνειδίζεται, Tim. 86 d; τινὶ δειλίαν, Lys. 16, 15; Folgende, όνειδίζειν τινὶ εἰς ἀχαριστίαν, [[διότι]] Pol. 28, 4, 11, vgl. 9, 35, 6; auch τινὶ [[περί]] τινος, 30, 4, 8; D. Hal. 7, 32.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ὀνειδιῶ]], <i>ao.</i> [[ὠνείδισα]], <i>pf.</i> [[ὠνείδικα]];<br /><i>Pass. f.</i> ὀνειδισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὠνειδίσθην]];<br /><b>1</b> injurier, invectiver, insulter;<br /><b>2</b> reprocher : [[τί]] τινι, τινί τινος <i>ou</i> [[περί]] τινος, faire des reproches à qqn au sujet de qch ; ὀν. [[εἴς]] [[τι]], se répandre en plaintes contre qch ; ὀν. τινι [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]], reprocher à qqn que ; <i>rar.</i> ὀνειδίζειν τινά PLAT faire des reproches à qqn ; ὀν. τινὰ τοιαῦτα SOPH faire à qqn de pareils reproches ; <i>Pass.</i> τοιαῦτ’ ὀνειδιεῖσθε SOPH voilà les reproches qu’on vous adressera.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνειδίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Σοφ. Ο. Τ. 1423, Εὐρ. Τρῳ. 430, Πλάτ., μεταγεν. -ίσω Ἀριστείδ.: ἀόρ. ὠνείδισα Ὅμ., κλ.: πρκμ. ὠνείδικα Λυσ. 147. 14. ― Παθ., Εὐρ. κλ.: μέσ. μέλλ. ὀνειδιεῖσθε (ἐπὶ παθ. σημασ.) Σοφ. Ο. Τ. 1500 ἀόρ. ὠνειδίσθην Πολύβ. 11. 5, 10. 1) μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσώπου, ὡς καὶ νῦν, [[ὀνειδίζω]], [[ψέγω]], κατηγορῶ τινα διά τι, ἀποδίδω εἴς τινα κακόν τι, [[ἐλέγχω]], [[μέμφομαι]], [[χλευάζω]], Λατιν. objicere, exprobrare, ἀλκὴν μέν μοι πρῶτον ὀνείδισας Ἰλ. Ι. 34, πρβλ. Ὀδ. Σ. 380, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 716, Ἡρόδ. 1. 41. αἰσχύνομαί σοι ταῦτ’ ὀνειδίσαι Αἰσχύλ. Χο. 917˙ ἃ δ’ εἰς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας Εὐρ. Μήδ. 547˙ ὀν. φόνον τινὶ Δημ. 533. 26 [[ὡσαύτως]], ὀν. τι εἴς τινα Σοφ. Ο. Κ. 754, Φιλ. 523˙ ― μετὰ ἐξηρτημένης προτάσεως ἀντὶ τῆς αἰτ., Ἀγαμέμνονι. ὀνειδίζων, ὅτι..., Ἰλ. Β. 255, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 29Ε, κ. ἀλλ.˙ ὀν. τινι, ὡς..., Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 8˙ τινί, [[διότι]]..., Πολύβ. 28. 4, 11˙ ― ἢ μετ’ ἀπαρεμφ., εἴ τίς τῳ ὄν. φιλοκερδεῖ [[εἶναι]] Πλάτ. Ἱππαρχ. 232C˙ ὀν. αὐτῷ τετρῆσθαι τὰ ὦτα Διογ. Λ. 2. 50. ― τελευταῖον, [[ἄνευ]] τῆς δοτ. τοῦ προσώπου, ὀνειδιῶν τι τῶν [[πάρος]] κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 1423, πρβλ. 441. ― Παθ., ψέγομαι, κατηγοροῦμαι διά τι, καὶ σχεδὸν δὴ πάντα... οὐκ ὀρθῶς ὀνειδίζεται Πλάτ. Τίμ. 86D. ΙΙ. παραλειπομένης τῆς αἰτ. πράγμ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], ἐπιπλήττω, ἐπιτιμῶ, 1) μετὰ δοτ. προσ., Ἰλ. Β. 255, κτλ., Λυσ. 179. 17˙ τινὶ [[περί]] τινος Ἡρόδ. 4. 79˙ τινί τινος 1. 90 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. τοῦτο)˙ τινὶ ἔς τι 8. 92. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἔπεσίν μιν ὀνείδισον Ἰλ. Α. 211˙ νείκει ὀνειδίζων Η 95˙ τοιαῦτ’ ὀνειδίζεις με Σοφ. Ο. Κ. 1002, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε˙ [[ὡσαύτως]], ἐπειδή... τυφλόν μ’ ὠνείδισας (δηλ. [[ὄντα]]), μὲ ἔψεξας ὅτι εἶμαι [[τυφλός]], μὲ ὕβρισας, Σοφ. Ο. Τ. 412. ― Παθ., ὀνειδίζομαι, ψέγομαι, κατηγοροῦμαι, ἔκ τινος Εὐρ. Τρῳ. 936˙ εἴς τι Διόδ. 20. 62˙ τινὶ ἤ τι, διά τι [[πρᾶγμα]], Στοβ. 228. 1.
|lstext='''ὀνειδίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Σοφ. Ο. Τ. 1423, Εὐρ. Τρῳ. 430, Πλάτ., μεταγεν. -ίσω Ἀριστείδ.: ἀόρ. ὠνείδισα Ὅμ., κλ.: πρκμ. ὠνείδικα Λυσ. 147. 14. ― Παθ., Εὐρ. κλ.: μέσ. μέλλ. ὀνειδιεῖσθε (ἐπὶ παθ. σημασ.) Σοφ. Ο. Τ. 1500 ἀόρ. ὠνειδίσθην Πολύβ. 11. 5, 10. 1) μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσώπου, ὡς καὶ νῦν, [[ὀνειδίζω]], [[ψέγω]], κατηγορῶ τινα διά τι, ἀποδίδω εἴς τινα κακόν τι, [[ἐλέγχω]], [[μέμφομαι]], [[χλευάζω]], Λατιν. objicere, exprobrare, ἀλκὴν μέν μοι πρῶτον ὀνείδισας Ἰλ. Ι. 34, πρβλ. Ὀδ. Σ. 380, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 716, Ἡρόδ. 1. 41. αἰσχύνομαί σοι ταῦτ’ ὀνειδίσαι Αἰσχύλ. Χο. 917˙ ἃ δ’ εἰς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας Εὐρ. Μήδ. 547˙ ὀν. φόνον τινὶ Δημ. 533. 26 [[ὡσαύτως]], ὀν. τι εἴς τινα Σοφ. Ο. Κ. 754, Φιλ. 523˙ ― μετὰ ἐξηρτημένης προτάσεως ἀντὶ τῆς αἰτ., Ἀγαμέμνονι. ὀνειδίζων, ὅτι..., Ἰλ. Β. 255, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 29Ε, κ. ἀλλ.˙ ὀν. τινι, ὡς..., Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 8˙ τινί, [[διότι]]..., Πολύβ. 28. 4, 11˙ ― ἢ μετ’ ἀπαρεμφ., εἴ τίς τῳ ὄν. φιλοκερδεῖ [[εἶναι]] Πλάτ. Ἱππαρχ. 232C˙ ὀν. αὐτῷ τετρῆσθαι τὰ ὦτα Διογ. Λ. 2. 50. ― τελευταῖον, [[ἄνευ]] τῆς δοτ. τοῦ προσώπου, ὀνειδιῶν τι τῶν [[πάρος]] κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 1423, πρβλ. 441. ― Παθ., ψέγομαι, κατηγοροῦμαι διά τι, καὶ σχεδὸν δὴ πάντα... οὐκ ὀρθῶς ὀνειδίζεται Πλάτ. Τίμ. 86D. ΙΙ. παραλειπομένης τῆς αἰτ. πράγμ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], ἐπιπλήττω, ἐπιτιμῶ, 1) μετὰ δοτ. προσ., Ἰλ. Β. 255, κτλ., Λυσ. 179. 17˙ τινὶ [[περί]] τινος Ἡρόδ. 4. 79˙ τινί τινος 1. 90 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. τοῦτο)˙ τινὶ ἔς τι 8. 92. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἔπεσίν μιν ὀνείδισον Ἰλ. Α. 211˙ νείκει ὀνειδίζων Η 95˙ τοιαῦτ’ ὀνειδίζεις με Σοφ. Ο. Κ. 1002, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε˙ [[ὡσαύτως]], ἐπειδή... τυφλόν μ’ ὠνείδισας (δηλ. [[ὄντα]]), μὲ ἔψεξας ὅτι εἶμαι [[τυφλός]], μὲ ὕβρισας, Σοφ. Ο. Τ. 412. ― Παθ., ὀνειδίζομαι, ψέγομαι, κατηγοροῦμαι, ἔκ τινος Εὐρ. Τρῳ. 936˙ εἴς τι Διόδ. 20. 62˙ τινὶ ἤ τι, διά τι [[πρᾶγμα]], Στοβ. 228. 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ὀνειδιῶ]], <i>ao.</i> [[ὠνείδισα]], <i>pf.</i> [[ὠνείδικα]];<br /><i>Pass. f.</i> ὀνειδισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὠνειδίσθην]];<br /><b>1</b> injurier, invectiver, insulter;<br /><b>2</b> reprocher : [[τί]] τινι, τινί τινος <i>ou</i> [[περί]] τινος, faire des reproches à qqn au sujet de qch ; ὀν. [[εἴς]] [[τι]], se répandre en plaintes contre qch ; ὀν. τινι [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]], reprocher à qqn que ; <i>rar.</i> ὀνειδίζειν τινά PLAT faire des reproches à qqn ; ὀν. τινὰ τοιαῦτα SOPH faire à qqn de pareils reproches ; <i>Pass.</i> τοιαῦτ’ ὀνειδιεῖσθε SOPH voilà les reproches qu’on vous adressera.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειδος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth