Anonymous

ὀσφύς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0401.png Seite 401]] ύος, ἡ, od. ὀσφῦς, Arcad. 92 (nach Arist. H. A. 1, 12 von [[ἰσοφυής]]), die Hüfte; μακρὰν ὀσφὺν πυρώσας, Aesch. Prom. 495, vom Schenkelknochen der Opfer, wie Ar. Pax 1018; Vesp. 225 heißt es von den Wespen ἔχουσι γὰρ καὶ [[κέντρον]] ἐκ τῆς ὀσφύος; – Her. 2, 40; Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp. ὀσφὺς [[διπλῆ]], die oberhalb der Hüften vorstehenden fleischigen Theile am Ende des Rückens, die Hanke. – Den acc. ὀσφύα hat Strat. 55 (XII, 213).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0401.png Seite 401]] ύος, ἡ, od. ὀσφῦς, Arcad. 92 (nach Arist. H. A. 1, 12 von [[ἰσοφυής]]), die Hüfte; μακρὰν ὀσφὺν πυρώσας, Aesch. Prom. 495, vom Schenkelknochen der Opfer, wie Ar. Pax 1018; Vesp. 225 heißt es von den Wespen ἔχουσι γὰρ καὶ [[κέντρον]] ἐκ τῆς ὀσφύος; – Her. 2, 40; Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp. ὀσφὺς [[διπλῆ]], die oberhalb der Hüften vorstehenden fleischigen Theile am Ende des Rückens, die Hanke. – Den acc. ὀσφύα hat Strat. 55 (XII, 213).
}}
{{bailly
|btext=ὀσφύος (ἡ) :<br /><i>acc.</i> ὀσφύν, <i>rar.</i> ὀσφύα;<br />partie du corps au-dessus des hanches, reins, flanc.<br />'''Étymologie:''' DELG plusieurs parties du corps en -ύς, mais rien de plus.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀσφύς''': ἡ, γεν. ὀσφύος· αἰτ. ὀσφύν, [[ὡσαύτως]] ὀσφύα, Ἀνθ. Π. 12. 213· - τὸ κατὰ τοὺς νεφροὺς [[μέρος]] τῶν νώτων, «τὰ νεφρά», ἡ [[μέση]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὦμμοι, Ἡρόδ. 2. 40, Αἰσχύλ. Πρ. 497· Μένανδρος ἐν «Μέθῃ» 1. 12· ἐπὶ σφηκῶν, ἔχουσι [[κέντρον]] ἐκ τῆς ὀσφύος Ἀριστοφ. Σφ. 225, πρβλ. 740· - ὁ Ξεν. περιγράφει τὴν ὀσφύν τοῦ ἵππου, - ὀσφὺς ἡ [[διπλῆ]] τῆς ἁπλῆς καὶ ἐγκαθῆσθαι μαλακωτέρα καὶ [[ἰδεῖν]] ἡδίων Ἱππ. 1, 11· αὕτη δὲ ἡ [[διπλῆ]] [[ὀσφύς]], καλουμένη [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς αὔλακος ἥτις ἐκτείνεται κατὰ [[μῆκος]] τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ἑρμηνεύεται οὐχὶ ἀκριβῶς duplex spina ὑπὸ τοῦ Οὐάρρωνος καὶ τοῦ Οὐεργιλίου ἐν τοῖς Γεωργ. 3. 87. 2) παρὰ τοῖς Ἑλληνισταῖς, μεταφορ., ὁ [[καρπὸς]] τῆς ὀσφύος, ἐπὶ υἱοῦ, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 30, πρβλ. Ἑβδ. (Γεν. ΛΕ΄, 11, κ. ἀλλ.). 3) περιζώννυσθαι ἢ ἀναζώννυσθαι τὴν ὀσφύν Ἑβδ., καὶ Καιν. Διαθ. - Ὁ Κούρτ. κλίνει νὰ σχετίσῃ τὸ ὀσφὺς πρὸς τὸ ψύα, ψόα, παραβάλλων τὸ Σανσκρ. sphik (νεφροί).) [ῡ κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτ. ἑνικ., [[ἅπερ]] φέρονται ὀσφῦς, ὀσφῦν παρὰ τῷ Ἡρῳδιανῷ π. μον. λέξ. σ. 31, Ἰω. Ἀλεξ. 8, Ἀρκάδ. 92· πρβλ. ὀφρῦς].
|lstext='''ὀσφύς''': ἡ, γεν. ὀσφύος· αἰτ. ὀσφύν, [[ὡσαύτως]] ὀσφύα, Ἀνθ. Π. 12. 213· - τὸ κατὰ τοὺς νεφροὺς [[μέρος]] τῶν νώτων, «τὰ νεφρά», ἡ [[μέση]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὦμμοι, Ἡρόδ. 2. 40, Αἰσχύλ. Πρ. 497· Μένανδρος ἐν «Μέθῃ» 1. 12· ἐπὶ σφηκῶν, ἔχουσι [[κέντρον]] ἐκ τῆς ὀσφύος Ἀριστοφ. Σφ. 225, πρβλ. 740· - ὁ Ξεν. περιγράφει τὴν ὀσφύν τοῦ ἵππου, - ὀσφὺς ἡ [[διπλῆ]] τῆς ἁπλῆς καὶ ἐγκαθῆσθαι μαλακωτέρα καὶ [[ἰδεῖν]] ἡδίων Ἱππ. 1, 11· αὕτη δὲ ἡ [[διπλῆ]] [[ὀσφύς]], καλουμένη [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς αὔλακος ἥτις ἐκτείνεται κατὰ [[μῆκος]] τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ἑρμηνεύεται οὐχὶ ἀκριβῶς duplex spina ὑπὸ τοῦ Οὐάρρωνος καὶ τοῦ Οὐεργιλίου ἐν τοῖς Γεωργ. 3. 87. 2) παρὰ τοῖς Ἑλληνισταῖς, μεταφορ., ὁ [[καρπὸς]] τῆς ὀσφύος, ἐπὶ υἱοῦ, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 30, πρβλ. Ἑβδ. (Γεν. ΛΕ΄, 11, κ. ἀλλ.). 3) περιζώννυσθαι ἢ ἀναζώννυσθαι τὴν ὀσφύν Ἑβδ., καὶ Καιν. Διαθ. - Ὁ Κούρτ. κλίνει νὰ σχετίσῃ τὸ ὀσφὺς πρὸς τὸ ψύα, ψόα, παραβάλλων τὸ Σανσκρ. sphik (νεφροί).) [ῡ κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτ. ἑνικ., [[ἅπερ]] φέρονται ὀσφῦς, ὀσφῦν παρὰ τῷ Ἡρῳδιανῷ π. μον. λέξ. σ. 31, Ἰω. Ἀλεξ. 8, Ἀρκάδ. 92· πρβλ. ὀφρῦς].
}}
{{bailly
|btext=ὀσφύος (ἡ) :<br /><i>acc.</i> ὀσφύν, <i>rar.</i> ὀσφύα;<br />partie du corps au-dessus des hanches, reins, flanc.<br />'''Étymologie:''' DELG plusieurs parties du corps en -ύς, mais rien de plus.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer