Anonymous

ὀπτήρια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0363.png Seite 363]] τά, sc. δῶρα, Geschenke des Bräutigams an die Braut, wenn er sie ohne den jungfräulichen Schleier [[sah]], sonst [[ἀνακαλυπτήρια]]; παιδὸς ἀντ' ὀπτηρίων σφαγαῖσι πέτρας δεύειν, Eur. Ion 1127; Callim. Dian. 74; vgl. VLL. u. bei Ath. V, 219 e, προσβάλλων ἀκοαῖς [[ὀπτήρια]] θυμοῦ, in übertragener Bdtg, vielleicht allgemein (von ὄπτομαι) das Bild.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0363.png Seite 363]] τά, sc. δῶρα, Geschenke des Bräutigams an die Braut, wenn er sie ohne den jungfräulichen Schleier [[sah]], sonst [[ἀνακαλυπτήρια]]; παιδὸς ἀντ' ὀπτηρίων σφαγαῖσι πέτρας δεύειν, Eur. Ion 1127; Callim. Dian. 74; vgl. VLL. u. bei Ath. V, 219 e, προσβάλλων ἀκοαῖς [[ὀπτήρια]] θυμοῦ, in übertragener Bdtg, vielleicht allgemein (von ὄπτομαι) das Bild.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>s.e.</i> δῶρα;<br />présents du fiancé à la fiancée le jour où elle se montrait pour la première fois sans voile.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπτήρια''': (δηλ. δῶρα), τά, δῶρα διδόμενα ὑπὸ τοῦ νυμφίου ὅτε κατὰ πρῶτον ἔβλεπε τὴν νύμφην [[ἄνευ]] τῆς καλύπτρας, = [[ἀνακαλυπτήρια]], [[θεώρητρα]], Πολυδ. Β΄, 59., Γ΄, 36. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀπτήρια]]· τὰ ἐν τοῖς ἀνακαλυπτηρίοις διδόμενα δῶρα τῇ νύμφῃ». 2) [[καθόλου]], δῶρα γινόμενα ὅτε τις κατὰ πρῶτον ἔβλεπέ τινα, παιδὸς ὀπτ. Εὐρ. Ἴων 1127, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 74· προσβάλλων ἀκοαῖς ὀπτ. θυμοῦ Ἀσπασία παρ’ Ἀθην. 219D.
|lstext='''ὀπτήρια''': (δηλ. δῶρα), τά, δῶρα διδόμενα ὑπὸ τοῦ νυμφίου ὅτε κατὰ πρῶτον ἔβλεπε τὴν νύμφην [[ἄνευ]] τῆς καλύπτρας, = [[ἀνακαλυπτήρια]], [[θεώρητρα]], Πολυδ. Β΄, 59., Γ΄, 36. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀπτήρια]]· τὰ ἐν τοῖς ἀνακαλυπτηρίοις διδόμενα δῶρα τῇ νύμφῃ». 2) [[καθόλου]], δῶρα γινόμενα ὅτε τις κατὰ πρῶτον ἔβλεπέ τινα, παιδὸς ὀπτ. Εὐρ. Ἴων 1127, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 74· προσβάλλων ἀκοαῖς ὀπτ. θυμοῦ Ἀσπασία παρ’ Ἀθην. 219D.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>s.e.</i> δῶρα;<br />présents du fiancé à la fiancée le jour où elle se montrait pour la première fois sans voile.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml