ὀπτήρια
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
English (LSJ)
(sc. δῶρα), τά,
A presents made by the bridegroom on seeing the bride without the veil, = ἀνακαλυπτήρια, θεώρητρα, Poll.2.59,3.36, Hsch.
2 generally, presents upon seeing or presents for the sight of a person, παιδὸς ὀ. E.Ion1127, cf. Call. Dian.74; προσβάλλων ἀκοαῖς ὀ. θυμοῦ Aspasia ap.Ath.5.219d.
German (Pape)
[Seite 363] τά, sc. δῶρα, Geschenke des Bräutigams an die Braut, wenn er sie ohne den jungfräulichen Schleier sah, sonst ἀνακαλυπτήρια; παιδὸς ἀντ' ὀπτηρίων σφαγαῖσι πέτρας δεύειν, Eur. Ion 1127; Callim. Dian. 74; vgl. VLL. u. bei Ath. V, 219 e, προσβάλλων ἀκοαῖς ὀπτήρια θυμοῦ, in übertragener Bdtg, vielleicht allgemein (von ὄπτομαι) das Bild.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
s.e. δῶρα;
présents du fiancé à la fiancée le jour où elle se montrait pour la première fois sans voile.
Étymologie: ὄψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀπτήρια: τά (sc. δῶρα) дары жениха невесте по случаю смотрин (когда он впервые видел ее без покрывала): перен. παιδὸς ὀ. Eur. жертва (Вакху) за (нахождение) сына.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτήρια: (δηλ. δῶρα), τά, δῶρα διδόμενα ὑπὸ τοῦ νυμφίου ὅτε κατὰ πρῶτον ἔβλεπε τὴν νύμφην ἄνευ τῆς καλύπτρας, = ἀνακαλυπτήρια, θεώρητρα, Πολυδ. Β΄, 59., Γ΄, 36. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀπτήρια· τὰ ἐν τοῖς ἀνακαλυπτηρίοις διδόμενα δῶρα τῇ νύμφῃ». 2) καθόλου, δῶρα γινόμενα ὅτε τις κατὰ πρῶτον ἔβλεπέ τινα, παιδὸς ὀπτ. Εὐρ. Ἴων 1127, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 74· προσβάλλων ἀκοαῖς ὀπτ. θυμοῦ Ἀσπασία παρ’ Ἀθην. 219D.
Greek Monolingual
ὀπτήρια, τὰ (Α) οπτήρ
1. δώρα τα οποία προσφέρονταν από τον γαμπρό στη νύφη, όταν για πρώτη φορά τήν έβλεπε χωρίς το πέπλο που κάλυπτε το πρόσωπό της, αλλ. θεώρητρα, ανακαλυπτήρια
2. δώρα τα οποία προσέφερε κανείς όταν γνώριζε κάποιον για πρώτη φορά.
Greek Monotonic
ὀπτήρια: (ενν. δῶρα), τά (ὄψ), δώρα που προσφέρονταν από τον γαμπρό όταν για πρώτη φορά έβλεπε την νύφη χωρίς το πέπλο της· γενικά, δώρα που προσφέρονται από κάποιον για να αντικρύσει κάτι, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὀπτήρια (sc. δῶρἀ presents made by the bridegroom on seeing the bride without the veil: generally, presents for seeing, Eur.