Anonymous

βόσκημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> animaux qui paissent, bestiaux, troupeau : ἐμῆς [[βόσκημα]] χερός EUR chevaux que ma main nourrissait ; tête de bétail : τὰ ἑκατὸν βοσκήματα SOPH les cent victimes (pour l'hécatombe);<br /><b>2</b> pâture, nourriture, aliment.<br />'''Étymologie:''' [[βόσκω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> animaux qui paissent, bestiaux, troupeau : ἐμῆς [[βόσκημα]] χερός EUR chevaux que ma main nourrissait ; tête de bétail : τὰ ἑκατὸν βοσκήματα SOPH les cent victimes (pour l'hécatombe);<br /><b>2</b> pâture, nourriture, aliment.<br />'''Étymologie:''' [[βόσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βόσκημα''': τό, τὸ βοσκόμενον· κατὰ πληθ., ζῷα τεθραμμένα, θρέμματα, Σοφ. Τρ. 762, Εὐρ. Βάκχ. 677, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 6· ἐπὶ προβάτων, Εὐρ. Ἀλκ. 576, Ἠλ. 494· ἐμῆς χερὸς β., ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1356· ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 11· ― ἐν τῷ δυϊκῷ ἐπὶ ζεύγους χοίρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 811· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ ἑνὸς ζῴου, [[ἄκανθα]] ποντίου βοσκήματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 270· ἐν τρόπω βοσκήματος Πλάτ. Νόμ. 807Α· ἀντίθ. τῷ [[θηρίον]], Ἀριστ. Ἠθ. Μ. 2. 7, 4, Στράβ. 775. ΙΙ. [[τροφή]], β. πημονῆς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 620. πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 364· ἀναίματον β. δαιμόνων, [[θῦμα]] τῆς ὀργής τῶν Ἐρινύων [[ἄνευ]] αἵματος, [[διότι]] τὸ ἀφῄρεσαν αὐταί, Αἰσχύλ. Εὐμ. 302.
|elnltext=[[βόσκημα]] -ατος, τό [[βόσκω]]<br /><b class="num">1.</b> grazer; meestal plur. vee.<br /><b class="num">2.</b> voedsel:. ἀναίματον [[βόσκημα]] δαιμόνων bloedloos voedsel voor ons, goddelijke geesten Aeschl. Eum. 302.
}}
{{elru
|elrutext='''βόσκημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[пасущееся стадо]], [[скот]] Soph., Eur., Arph., Xen., Plat.: ἐμῆς β. [[χερός]] Eur. вскормленные мною животные;<br /><b class="num">2)</b> [[голова скота]] Arst.: τὰ ἑκατὸν βοσκήματα Soph. сотня голов скота;<br /><b class="num">3)</b> досл. корм, пища, перен. удел (πημονῆς Aesch.): ἐμοὶ [[ἔστω]] [[μόνον]] β. Soph. пусть (это) будет моим единственным уделом.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βόσκω]]<br /><b class="num">I.</b> that [[which]] is fed or [[fatted]]: in plural [[fatted]] beasts, [[cattle]], Soph., etc.; of [[sheep]], Eur.; of horses, Eur.; of pigs, Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[food]], Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 34:
|lsmtext='''βόσκημα:''' -ατος, τό ([[βόσκω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτό που εκτρέφεται ή δέχεται [[βοσκή]]· στον πληθ., εκτρεφόμενα ζώα, βοοειδή, σε Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για πρόβατα, σε Ευρ.· χρησιμοποιείται για άλογα, στον ίδ.· λέγεται και για χοίρους, στον Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[φαγητό]], σε Αισχύλ.·
|lsmtext='''βόσκημα:''' -ατος, τό ([[βόσκω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτό που εκτρέφεται ή δέχεται [[βοσκή]]· στον πληθ., εκτρεφόμενα ζώα, βοοειδή, σε Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για πρόβατα, σε Ευρ.· χρησιμοποιείται για άλογα, στον ίδ.· λέγεται και για χοίρους, στον Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[φαγητό]], σε Αισχύλ.·
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βόσκημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[пасущееся стадо]], [[скот]] Soph., Eur., Arph., Xen., Plat.: ἐμῆς β. [[χερός]] Eur. вскормленные мною животные;<br /><b class="num">2)</b> [[голова скота]] Arst.: τὰ ἑκατὸν βοσκήματα Soph. сотня голов скота;<br /><b class="num">3)</b> досл. корм, пища, перен. удел (πημονῆς Aesch.): ἐμοὶ [[ἔστω]] [[μόνον]] β. Soph. пусть (это) будет моим единственным уделом.
|lstext='''βόσκημα''': τό, τὸ βοσκόμενον· κατὰ πληθ., ζῷα τεθραμμένα, θρέμματα, Σοφ. Τρ. 762, Εὐρ. Βάκχ. 677, Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 6· ἐπὶ προβάτων, Εὐρ. Ἀλκ. 576, Ἠλ. 494· ἐμῆς χερὸς β., ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1356· ζῆν ἀπὸ βοσκημάτων Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 11· ― ἐν τῷ δυϊκῷ ἐπὶ ζεύγους χοίρων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 811· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ ἑνὸς ζῴου, [[ἄκανθα]] ποντίου βοσκήματος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 270· ἐν τρόπω βοσκήματος Πλάτ. Νόμ. 807Α· ἀντίθ. τῷ [[θηρίον]], Ἀριστ. Ἠθ. Μ. 2. 7, 4, Στράβ. 775. ΙΙ. [[τροφή]], β. πημονῆς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 620. πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 364· ἀναίματον β. δαιμόνων, [[θῦμα]] τῆς ὀργής τῶν Ἐρινύων [[ἄνευ]] αἵματος, [[διότι]] τὸ ἀφῄρεσαν αὐταί, Αἰσχύλ. Εὐμ. 302.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βόσκω]]<br /><b class="num">I.</b> that [[which]] is fed or [[fatted]]: in plural [[fatted]] beasts, [[cattle]], Soph., etc.; of [[sheep]], Eur.; of horses, Eur.; of pigs, Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[food]], Aesch.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βόσκημα]] -ατος, τό [[βόσκω]]<br /><b class="num">1.</b> grazer; meestal plur. vee.<br /><b class="num">2.</b> voedsel:. ἀναίματον [[βόσκημα]] δαιμόνων bloedloos voedsel voor ons, goddelijke geesten Aeschl. Eum. 302.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[food for]], [[head of cattle]]
|woodrun=[[food for]], [[head of cattle]]
}}
}}